Ἀναρτήθηκε στὶς 16 Μαΐου 2011 ἀπὸ τὸν/τὴν filologos10
3 Votes
Γράφει η Λιάνα Κανέλλη
Το ντουλάπι του Θεού δεν είναι το κουτί της Πανδώρας. Ετσι όπως το ‘φτιαξα εγώ στο φτωχό μυαλό μου, δεν περικλείει το σύμπαν. Είναι στην κουζίνα του τωρινού κόσμου, το ντουλάπι με τα εργαλεία για μαγείρεμα και τα λάδια, τις ζάχαρες, τ’ αλάτι, τ’ αλεύρι, το γάλα, τ’ αυγά… Εχει μαχαίρια, και κουτάλες, και σουρωτήρια, και μεγάλες τσανάκες, και μπρικάκια του καφέ. Το ντουλάπι του Θεού είναι πείρα συλλογική, και γνώση, και πολλή αγάπη για να τρώνε και να σκέφτονται κι εντέλει να ζούνε ελεύθερα οι άνθρωποι.
Αυτό που μας ξεχωρίζει απ’ τα ζώα παρότι είμαστε σαρκοφάγοι οι άνθρωποι, σ’ ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της πείνας των ζωντανών, είναι που επεξεργαζόμαστε την τροφή. Μαγειρεύουμε. Ψήνουμε. Στολίζουμε. Εχουμε τη νοητική ανάγκη, την έμφυτη πολιτισμική ικανότητα να επιθυμούμε τη μετατροπή του κορεσμού σε γεύμα. Κι ακόμα καλύτερα σε σύναξη, σε συμπόσιο. Να γινόμαστε συνδαιτυμόνες.
Ανοιξε το ντουλάπι του Θεού. Και μάθαμε πώς να….χρησιμοποιούμε τα μαχαίρια όχι για να σώσουμε τη ζωή μας, αλλά για να την ομορφύνουμε πατώντας στις ανάγκες μας. Χρίσαμε πολιτισμό ως έλλογα όντα με στόχο και σκοπό την ευφροσύνη. Αν αγαπάω αυτήν την πατρίδα, ωρέ σύντροφοι, τη γλώσσα μας δηλαδή που λέει κι ο ποιητής, είναι γιατί μπορεί να μ’ ανασταίνει με τις λέξεις. Πιπιλίστε την ευφροσύνη και θα με καταλάβετε.
Στην κουζίνα του Θεού, σήμερα, εδώ και τώρα μπήκαν κτήνη. Τη μαγάρισαν. Πάντα το έκαναν. Από τότε που οι άνθρωποι περπατήσαμε στα δυο ποδάρια κοιτώντας ψηλά. Ανοιξαν το ντουλάπι και πήραν τα μαχαίρια, τους μπαλτάδες, τα σιδερικά. Κι ύστερα πήραν και τα κλειδιά, να ‘χουν να βάζουν μέσα τα καλούδια, να σκάει το ντουλάπι. Να περισσεύουν για να φάνε όλοι, να τρώνε μόνο οι κλειδοκράτορες και να γίνεται ό,τι μπαζώνεται ως πρώτη ύλη της τροφής, σκουληκιασμένο αλεύρι, πεθαμένα αυγά, ζάχαρη που μαύρισε και πίκρισε φαρμάκι σκέτο. Και να ‘σου να μη χωράει άλλο ξινισμένο γάλα κι αλάτι πετρωμένο σαν ταφόπλακα της παστωμένης ευφροσύνης.
Σάπισε ο πλούτος στο ντουλάπι του Θεού. Και βρώμισε η κουζίνα σαν απόπατος. Κι απ’ όξω στήθηκαν φρουροί να το κρατάνε σφραγισμένο. Μοίρασαν μαχαίρια. Που αστράφτουν μέρα νύχτα στα δώματα και τις κάμαρες του κόσμου. Τα πεινασμένα πετεινά του ουρανού έγιναν δράκοι. Οι νοικοκυραίοι φονιάδες. Οι φονιάδες ήρωες στη σήψη.
Μπήκαμε στο μαγερειό της κόλασης. Υπουλη πρόσκληση. Ελάτε να φάμε. Στρωμένο το τραπέζι. Το ντουλάπι του Θεού έχει απ’ όλα τα καλά, φωνάζουν οι ντελάληδες κουνώντας τα κλειδιά. Να ‘σου λοιπόν το σιδερικό στο χέρι του πεινασμένου. Τον είπαν πρόσφυγα και λαθρομετανάστη. Αυτόν που προσφεύγει στο ντουλάπι του Θεού χωρίς να φαντάζεται πως είναι κλειδωμένο. Παίζει δυο μαχαιριές, τρεις και δεκατρείς και πάλι μένει νηστικός, γιατί το θύμα δεν ήταν άμεσα ο αφεντικός. Δεν ήταν ο κλειδοκράτορας αλλά αυτός που έμπαινε στη σειρά να πεινάσει.
Να ‘σου κι ο φοβισμένος. Ο συλλέκτης των σάπιων που ξεχειλίζουν απ’ το ντουλάπι του Θεού. Αυτός ο μικρός, δήθεν πολιτισμένος, με την μπάκα φουσκωμένη απ’ το βρωμόφαγο που οι κλειδοκράτορες του πέταξαν για να γίνει σκυλί και να ταΐζεται σαν Κέρβερος. Που ορμάει μες τη νύχτα και σφάζει όποιον πεινάει ως ξένος. Που χιμάει στα λεωφορεία και κατεβάζει τα γυναικόπαιδα και τα σαπίζει στο ξύλο με τις σιδερένιες κουτάλες και τους μπαλτάδες που άνοιγε το φύλλο η μάνα τους να φτιάξει πίτα μ’ ό,τι είχε, να ευφρανθούν.
Το ντουλάπι του Θεού άνοιξε. Είναι καταμεσίς στο μαγερειό της κόλασης. Συμπόσιο αίματος. Το κλειδί της εργασίας στα χέρια μας είναι. Οσο δεν το κρατάμε εμείς ανθρώπινο κρέας θα μυρίζει και θα πεινάμε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου