Εχετε μόλις ολοκληρώσει ένα εξαιρετικό διαφημιστικό σποτάκι και διψάτε να το προωθήσετε στην τηλεόραση. Μιλώντας με ανθρώπους της αγοράς θα σας εξηγήσουν ότι οι τιμές ξεκινούν από 30 με 50 ευρώ το δευτερόλεπτο σε ζώνες χαμηλής τηλεθέασης και φτάνουν τα 70 με 110 ευρώ το δευτερόλεπτο σε ζώνες υψηλότερης τηλεθέασης. Εάν σε αυτά προσθέσουμε και ΦΠΑ, φόρο τηλεόρασης και διάφορες άλλες επιβαρύνσεις, υπολογίζουμε πρόχειρα ότι ένα σποτ των 20 δευτερολέπτων μπορεί να φτάσει τα 1.300 ευρώ σε μια ζώνη μέσης τηλεθέασης. Σε ειδικές περιπτώσεις, όμως, μπορεί να ξεπεράσει και τα 2.000 ευρώ.
Το γνωστότερο σποτ, όμως, που κυκλοφορεί τα τελευταία 24ωρα σε όλα τα ελληνικά κανάλια και μας καλεί να ψηφίσουμε «Ναι» έχει διάρκεια όχι 20 αλλά 40 δευτερολέπτων. Αν προσθέσουμε σε αυτό το κόστος των μπάνερ που κατέκλυσαν τα τελευταία 24ωρα το Ιντερνετ, τα ραδιοφωνικά σποτ και τις καταχωρίσεις σε εφημερίδες, το συνολικό κόστος ξεπερνά τις δυνατότητες ενός κόμματος – πολλώ δε μάλλον μιας πρωτοβουλίας πολιτών, όπως θέλουν να παρουσιάζονται οι δημιουργοί των συγκεκριμένων σποτ.
Η προώθηση του ΝΑΙ βέβαια δεν περιορίστηκε στις «πρωτοβουλίες», αλλά χρειάστηκε και την παρέμβαση γνωστών εταιρειών του χώρου, όπως η περίφημη V+O του Θωμά Βαρβιτσιώτη (γιου του πρώην υπουργού Γιάννη Βαρβιτσιώτη, αδελφού του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη και της δημοσιογράφου της «Καθημερινής» Ελένης Βαρβιτσιώτη). Μια μάλλον «οικογενειακή υπόθεση», αν σκεφτεί κανείς ότι ο ένας αδελφός προωθεί το «Ναι» ως βουλευτής, ο δεύτερος ως διαφημιστής, ενώ η τρίτη καλύπτει τις εξελίξεις από τις Βρυξέλλες. Παρεμπιπτόντως, η V+0 ήταν η εταιρεία που είχε αναλάβει και τη στρατηγική προώθησης του ΤΑΙΠΕΔ για το ξεπούλημα της περιουσίας του Δημοσίου.
Προφανώς, τίποτα από αυτά δεν είναι ούτε κατ’ ελάχιστον νομικά μεμπτό. Καθώς όμως οι βασικές πηγές χρηματοδότησης του «Ναι» παραμένουν εν πολλοίς άγνωστες, αξίζει κανείς να θυμηθεί μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα μεγάλων διαφημιστικών εταιρειών που ξεπέρασαν ηθικούς και νομικούς φραγμούς και βρέθηκαν ακόμη και στο επίκεντρο ανατροπής δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων.
Σημείο-σταθμός για τον ρόλο των διαφημιστικών εταιρειών σε κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις, ήταν φυσικά η ανατροπή του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Οπως είναι πλέον γνωστό, το επικοινωνιακό κόστος της ανατροπής ανήλθε στα 41 εκατομμύρια δολάρια στα οποία συμπεριλαμβάνονταν σύμβουλοι επικοινωνίας, στημένες δημοσκοπήσεις αλλά ακόμη και γκραφιτάδες που γέμισαν τους τοίχους του Βελιγραδίου με το σύνθημα «Gotov Je» που σημαίνει «Εχει τελειώσει».
Κεντρικό ρόλο στην ανατροπή έπαιξε τότε το ίδρυμα του Τζορτζ Σόρος αλλά και ο Αμερικανός πρέσβης στο Βελιγράδι Ρίτσαρντ Μάιλς – η βασική δουλειά όμως έγινε από επικοινωνιολόγους και διαφημιστές, αρκετοί από τους οποίους χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια και για άλλες «πολύχρωμες επαναστάσεις» σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Λίγα χρόνια αργότερα η αμερικανική εταιρεία Rock Creek Creative PR, η οποία στο παρελθόν είχε συνεργαστεί με τη CIA, το ΝΑΤΟ αλλά και τη γαλλική αεροναυπηγική Thales S.A., έλαβε 150.000 δολάρια για τον ρόλο που έπαιξε στην «πορτοκαλί επανάσταση» της Ουκρανίας.
Γνωστές εταιρείες επικοινωνίας και τηλεοπτικών παραγωγών επέστρεψαν στην Ουκρανία και μετά τα επεισόδια του Μαϊντάν, που οδήγησαν στην ανατροπή τής (διεφθαρμένης αλλά δημοκρατικά εκλεγμένης) κυβέρνησης Γιανουκόβιτς. Ανάμεσα στα πολλά δημιουργήματά τους συμπεριλαμβάνεται και το περίφημο βίντεο μιας νεαρής Ουκρανής που παρουσίαζε την τότε κυβέρνηση σαν ένα αιμοσταγές καθεστώς που πολυβολούσε τους πολίτες. Η ιστορία μπορεί να απέδειξε ότι οι ελεύθεροι σκοπευτές προέρχονταν από δυνάμεις της αντιπολίτευσης, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το βίντεο να πετύχει εκατομμύρια θεάσεις μέσα σε λίγα 24ωρα (στην Ελλάδα μεταδόθηκε από το Mega και άλλους τηλεοπτικούς σταθμούς). Τη σκηνοθεσία του βίντεο υπέγραφε ο Ben Moses, ένας από τους συνδημιουργούς της ταινίας «Good morning, Vietnam», ο οποίος στη συνέχεια συνεργάστηκε με αρκετές υπηρεσίες της αμερικανικής κυβέρνησης. Ψυχή του εγχειρήματος όμως ήταν ο Λάρι Ντάιμοντ, το βιογραφικό του οποίου περιλαμβάνει θέσεις στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τα Ηνωμένα Εθνη, την Παγκόσμια Τράπεζα, το Ιδρυμα Ρούσβελτ, το Ιδρυμα Χούβερ και κυρίως το National Endowement for Democracy – το Εθνικό Ταμείο για τη Δημοκρατία που δημιούργησε ο Ρόναλντ Ρίγκαν το 1982 με στόχο, όπως έλεγε και ο ίδιος, «να κάνει αυτά που δεν μπορεί να πετύχει η CIA».
Εξίσου σκοτεινή είναι και η ιστορία του βίντεο «Kony 2012», το οποίο παρουσίαζε τα φρικτά εγκλήματα που πραγματοποιεί σε χώρες της Κεντρικής Αφρικής η οργάνωση Στρατός Αντίστασης του Κυρίου υπό την ηγεσία του Τζόζεφ Κόνι. To βίντεο, που δημιούργησε η οργάνωση «Ιnvisible Children», διαδόθηκε με αστραπιαία ταχύτητα σε όλο τον κόσμο και αποτέλεσε ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα της αμερικανικής κυβέρνησης για την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων σε αρκετές χώρες της Αφρικής. Λίγο αργότερα έγινε γνωστό ότι η οργάνωση «Invisible Children» ήταν ένας από τους φορείς που είχε προσεγγίσει το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ, όταν ο πρόεδρος Ομπάμα προωθούσε τα σχέδιά του για την ενίσχυση της διοίκησης AFRICOM του αμερικανικού Πενταγώνου.
Βρίσκεται μήπως και η Ελλάδα στο επίκεντρο μιας επικοινωνιακής καταιγίδας, οι λεπτομέρειες της οποίας θα γίνουν γνωστές στο μέλλον; Αυτό είναι, δυστυχώς, το βασικό χαρακτηριστικό κάθε καλά οργανωμένης επιχείρησης ανατροπής. Ο λογαριασμός των διαφημιστών έρχεται με καθυστέρηση μηνών ή ακόμη και χρόνων.
Info
► Διαβάστε
European PR firms whitewashing brutal regimes (corporateeurope.org)
Εκθεση του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών για τον ρόλο διαφημιστικών εταιρειών στο «ξέπλυμα» της εικόνας δικτατορικών καθεστώτων.
► Δείτε
The Revolution Will Not Be Televised (2003)
Ντοκιμαντέρ για την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος για την ανατροπή του Ούγκο Τσάβες από τον Σύνδεσμο Βιομηχάνων και τα μεγαλύτερα Μέσα Ενημέρωσης της Βενεζουέλας.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα των Συντακτών 04/07/2015
http://info-war.gr/2015/07
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου