Λίγες μέρες πριν τις
εκλογές, στον Bήμα FM
παίρνουν συνέντευξη από τον Μάκη
Χριστοδουλόπουλο. Μια υπόνοια κεφιού
πλανάται στον αέρα.
Το θέμα δεν είναι αν αυτή καθαυτή η
υποψηφιότητα Χριστοδουλόπουλου έχει
στοιχεία γραφικότητας. Το θέμα είναι τι επιλέγεις να αντιμετωπίσεις ως
γραφικό. Έτσι, ενώ ο Μάκης δεν
είχε καμία ρεαλιστική πιθανότητα να
μας εκπροσωπήσει στην Ευρωβουλή, παρόμοια
συνέντευξη και κυρίως με παρόμοιο τόνο
από τον Θοδωρή Ζαγοράκη, που ήταν σχεδόν
σίγουρο από τη στιγμή που ανακοινώθηκε
ότι θα εκλεγεί, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν
να υπάρξει. Γιατί γραφικός είναι πάντοτε
ο άλλος. Ποτέ ο δικός μας. Αμέσως μετά
τον Μάκη ακολούθησε συνέντευξη του
Γιώργου Καρατζαφέρη, ο οποίος άρχισε
να αναπολεί και να διηγείται από κάποιο
παράλληλο δικό του σύμπαν τον τρόπο που
κινούσε τα νήματα της πολιτικής ζωής
της χώρας μετά τις Κάννες. Εκεί καμία
γραφικότητα δεν εντοπίζεται, εκεί η
αντιμετώπιση του συνομιλητή είναι
εντελώς σοβαρή, εκεί πεδίο συγκαλυμμένης
ειρωνείας δεν παίζει. Άλλωστε το περιβόητο
παλιό επαινετικό άρθρο του Αλέξη Παπαχελά
στην Καθημερινή, είχε απονείμει τα
εύσημα σοβαρότητας στο κόμμα και τον
Πρόεδρό του.
Και
κάπως έτσι, η Ζωή Κωνσταντοπούλου π.χ.
δεν άργησε καθόλου να ζωγραφιστεί ως
γραφική από τα μίντια, την ίδια ώρα που
ο Άδωνις Γεωργιάδης αποχρωματιζόταν.
H
γραφικότητα
δεν προκύπτει με βάση κάποια στοιχειώδη
αντικειμενικά δεδομένα·
ότι μπορεί κάποιος να ανήκει εδώ ή εκεί,
αλλά να είναι ή να μην είναι γραφικός.
Όχι. Την γραφικότητα ή την σοβαρότητα
θα την απονείμουμε κυριαρχικά εμείς.
Στην από εδώ πλευρά γραφικοί δεν υπάρχουν·
και μόνο το γεγονός ότι ανήκεις στην
από εδώ πλευρά σβήνει από την συζήτηση
κάθε υπόνοια γραφικότητας·
είναι ο σκοπός που υπηρετείς υπεύθυνος και σωτήριος, άρα εσύ
γραφικός πώς θα μπορούσες να είσαι; Κι
αντίστροφα, όταν ανήκεις στην από κει
πλευρά, αν δεν είσαι γραφικός, είσαι
πάντως επικίνδυνος. Και σε μεγάλο βαθμό
συμπλέκονται οι δυο έννοιες στη
συνισταμένη του ανεφάρμοστου και του
λαϊκίστικου. Γραφικός
συνεπώς μπορεί να είναι μόνο αυτός που
βρίσκεται απέναντί τους. Είναι πράγματι δικαίωμά του Ανδρέα
Λοβέρδου να φύγει από το ΠΑΣΟΚ, να σπάσει
τα μούτρα του βλέποντας ότι παρά τις
φαντασιώσεις του είχε μηδενικό γκελ
στον κόσμο και να ξαναγυρνά σχεδόν
αμέσως μετά ξεχνώντας όλα όσα έλεγε.
Πώς είναι όμως δυνατόν να ξαναγυρνά ως
παίκτης κύρους; Ποιός του το απονέμει;
Ποιός δεν επισημαίνει την υπέρτατη
γραφικότητά του, ποιός δεν λέει ότι
είναι ο βασιλιάς των γραφικών; Αλλά
μάλλον η μεγαλύτερη γραφικότητα είναι
να εξακολουθεί να κάνει κριτική κανείς
στα καθεστωικά ΜΜΕ, στην βάση του ότι
έχει απέναντί του κάτι διαφορετικό από
προπαγανδιστές κι επικοινωνιακούς
μουτζαχεντίν.
Και
κάπως έτσι, το γεγονός ότι μολονότι στα εκλογικά πάνελ και των δύο
Κυριακών, η Λιάνα Κανέλλη βρισκόταν σε
ένα συνεχές αμόκ, δεν την καθιστά επισήμως
γραφική, σημαίνει πως είτε η Λιάνα είναι
η εξαίρεση στον κανόνα, είτε πως είναι (τουλάχιστον)
εξ αντικειμένου μια από
τις πολυτιμότερες συμμάχους του
συστήματος. Ο Σταύρος Θεοδωράκης
πάλι ψηφίζει, φωτογραφίζεται μπροστά
στην κάλπη και κάνει δηλώσεις με το
σακκίδιο. Στα ψηφοδέλτια έχει και το
όνομά του με φαρδιά πλατιά γράμματα.
Δεν ψηφίζει κανείς σκέτο Ποτάμι. Ψηφίζει
«Σταύρος Θεοδωράκης Το Ποτάμι». Εδώ η
γραφικότητα ανήκει στον πυρήνα της
πολιτικής ταυτότητας και βροντοφωνάζει,
ψηφίστε με γιατί είμαι προϊόν, ψηφίστε
με γιατί είμαι εικόνα, ψηφίστε με γιατί
είμαι γραφικός. Η δακρύβρεχτη επίκληση
πάλι του Στάθη Μπούκουρα προς τον
Απόστολο Κακλαμάνη, για τον «Αντρέα τον
Παπαντρέου»,
έφερε αποτέλεσμα. Στο δίπολο Μπούκουρας
– Κακλαμάνης άρα, γραφικός είναι ο Κακλαμάνης
που μασάει, καθώς αρκεί η παραμικρή
επίκληση στον Μεγάλο Αρχηγό για να
πέσουν οι άμυνές του και να ψηφίσει
αθώος. Αλλά η περίπτωση Κακλαμάνη είναι
χαρακτηριστική του γενικότερου
επιχειρήματος: μολονότι έχει προαιώνιο
πόλεμο με τους καναλάρχες, αυτοί ναι
μεν δεν τον προβάλλουν, αλλά ως εκεί. Ως
γραφικό δεν τον αντιμετωπίζουν ακόμα,
γιατί ακόμα τους στηρίζει, γιατί όσο
και να γκρινιάζει, και στη δική του
υπερπολύτιμη ψήφο στηρίζεται η χώρα
και το καθεστώς.
Και
περνώντας στο θέμα της Χρυσής Αυγής,
προφανώς και είναι γραφικό να τους
αποκαλείς, όπως ο Αλέξης Τσίπρας,
παραπλανημένους, προφανέστατα και το
πάνω από μισό εκατομμύριο Ελλήνων που
τους ψήφισε, ξέρει πάρα πολύ καλά τι
ψήφισε, αναρωτιέμαι όμως πια μήπως, αν
όχι γραφική, πάντως άσφαιρη κι εντελώς
αναποτελεσματική, είναι η επιμονή στο
επιχείρημα περί νεοναζί. Όχι επειδή η
Χρυσή Αυγή δεν είναι νεοναζιστικό κόμμα.
Ούτε επειδή κανονικά το επιχείρημα αυτό
δεν έπρεπε να είναι αποτρεπτικό. Αλλά
ίσως επειδή έχουμε φτάσει σε τέτοια
απολιτίκ ή/και σταρχιδικά επίπεδα, που
τον άλλον ούτε ο νεοναζισμός δεν τον
αφορά και δεν τον χαλάει ιδιαίτερα. Κι
επίσης αυτός που τους ψηφίζει ξέρει ότι
δεν πρόκειται να εισβάλουν στην Πολωνία
αύριο. Να μαχαιρώσουν Πολωνό, Ασιάτη ή
Έλληνα, ναι. Ίσως λοιπόν θα έπρεπε να
σταματήσουμε να αναμετρώμαστε με τον
Χίτλερ και να βρούμε άλλο επίπεδο
αντιπαράθεσης. Γιατί εκτός από
αναποτελεσματικό μπορεί να αποδειχθεί
και παγίδα, αν αναλογιστεί κανείς ότι
ο Νίκος Χατζηνικολάου ζήτησε το βράδυ
των εκλογών από τον Κασιδιάρη στο Star
να αποκηρύξει επιτέλους τις σβάστικες, λες κι αν τις αποκηρύξει όλα θα είναι οκ.
Και στο ίδιο κανάλι την επόμενη
η Τατιάνα είχε θέμα με την εντυπωσιακή
ξανθιά συνοδό του. Για κάθε μία ψήφο που
αποτρέπει η νεοναζί προσέγγιση, εκατό
ψήφους προσθέτει η λάιφ στάιλ προσέγγιση.
Αξίζει
να βρει κανείς στο ίντερνετ και να
μελετήσει τις επινίκιες δηλώσεις του
Αχιλλέα Μπέου. Εκεί η καταγγελία της
διασπάθισης του δημόσιου χρήματος
συμπλέκεται ευθέως με τους
θολοκουλτουριάρηδες. «Τα λεφτά που
έκλεβαν και τα έτρωγαν οι λίγοι, οι
άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης,
θα τα δώσουμε στον κόσμο, για νέες θέσεις
εργασίας, να φτιάξουμε το Βόλο που
ονειρευόμαστε». Νομίζω πως οι δηλώσεις
Μπέου περιγράφουν το αντιπνευματικό
πολιτιστικό υπόβαθρο που υπάρχει
ανεξάρτητα από την Χρυσή Αυγή. Νομίζω
πως η Χρυσή Αυγή έρχεται σε μεγάλο βαθμό
ως η πολιτική έκφραση αυτού του υποβάθρου,
του αντιπνευματικού πολιτισμού της
ιδιωτικής τηλεόρασης, χωρίς προφανώς
να παραγνωρίζω τον καταλυτικό ρόλο που
έπαιξε η οικονομική κρίση, χωρίς προφανώς
να εννοώ ότι δεν υπάρχει και σεβαστότατο
ποσοστό αυθεντικών και πούρων φασιστών
στις τάξεις της. Αλλά αν ο Κασιδιάρης
είναι νεοναζί, σε μεγάλο βαθμό ψηφίζεται
ως η πίσω πλευρά του Ψινάκη. Δεν έχει σημασία που δεν τους
παίζουν στις πολιτικές εκπομπές. Τους
εξέθρεφαν 25 χρόνια τώρα στα τηλεπαιχνίδια
και τα μεσημεριανάδικα.
(Κείμενο γραμμένο για το Unfollow)
http://old-boy.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου