Το συνέδριο του Σύριζα που διεξάγεται αυτήν την εβδομάδα δεν είναι ένα συνέδριο ρουτίνας. Και αυτό όχι μόνο γιατί ο Σύριζα είναι αξιωματική αντιπολίτευση, με την ευρύτερη σημασία που αυτό προσδίδει στα τεκταινόμενα αυτού του χώρου. Τα επίδικα αυτού του συνέδριου είναι σαφώς ευρύτερα και έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας και, στην ουσία της Ευρώπης, ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς διεκδικεί από θέση ισχύος κυβερνητική εξουσία.
Κεντρικός, «ταυτοτικός» θα λέγαμε, στόχος του Σύριζα, και βασικός παράγοντας της περυσινής του δυναμικής, ήταν η αντιμνημονιακή ανατροπή με βασικό εργαλείο μια κυβέρνηση της Αριστεράς στηριγμένης στην εμπειρία των λαϊκών κινητοποιήσεων της τελευταίας περιόδου. Ξέρουμε πως αυτή η ευκαιρία προσέκρουσε στην λυσσαλέα αντίδραση των εγχώριων και διεθνών κυρίαρχων κύκλων και ότι τελικά χάθηκε στο πάρα πέντε. Το αίτημα όμως παραμένει, ακόμη πιο επίκαιρο μετά από έναν επιπλέον χρόνο μνημονιακής λεηλασίας και καμμένης γης. Αλλά επειδή, ως γνωστόν, η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, έτσι κι ο Ιούνης του 2012 δεν πρόκειται να «ξαναπαιχτεί».
Πολλά έχουν μεσολαβήσει από τότε, που συνθέτουν μια ατμόσφαιρα αρκετά διαφορετική, εν μέρει αντιθετική με αυτή της περυσινής άνοιξης. Η συνέχιση της ίδιας καταστροφικής πολιτικής δεν άφησε ανεπηρέαστη την ικανότητα άμυνας και αντίδρασης ενός βαρύτατα τραυματισμένου κοινωνικού ιστού. Ο κυβερνητικός και κρατικός αυταρχισμός κλιμακώθηκε, αγγίζοντας ανήκουστα επίπεδα κατασταλτικής μανίας και αντιδημοκρατικής εκροπής. Πάνω σ’αυτό το πρόσφορο έδαφος εξαπλώθηκε περαιτέρω το νεοφασιστικό καρκίνωμα, που αποτελεί πλέον, και με διαφορά, την τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας.
Η κυριότερη ίσως αλλαγή αφορά όμως το τότε «στρατόπεδο της ελπίδας», που είχε στραφεί στην Αριστερά, και κατά κύριο λόγο στο Σύριζα. Χωρίς να έχει αντιστραφεί, η δυναμική του έχει προφανώς ανακοπεί, και τούτο όχι μόνο δημοσκοπικά. Τα «ποιοτικά» χαρακτηριστικά είναι ίσως πιο σημαντικά, και δείχνουν ένα κλίμα σκεπτικισμού έναντι της ικανότητας του Σύριζα να χαράξει μια διαφορετική πορεία και να φέρει σε πέρας τις βασικές του δεσμεύσεις. Περισσότερο από τις δημοσκοπήσεις για την πρόθεση ψήφου πρέπει ίσως να προβληματίσουν τα ποσοστά όσων αρνούνται να δηλώσουν κομματική προτίμηση, οι τάσεις αναδίπλωσης της επιρροής του σε κρίσιμες για ένα αριστερό κόμμα κοινωνικές κατηγορίες (νέοι, μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, άνεργοι) καθώς και οι συντριπτικές πλειοψηφίες όσων απαντούν αρνητικά σε ερωτήσεις όπως «θα καταργήσει ο Σύριζα το Μνημόνιο;» ή «είναι συμβατή η ακύρωση του Μνημονίου και η παραμονή στην ευρωζώνη;».
Με δυό λόγια, ο Σύριζα αντιμετωπίζει πρόβλημα αξιοπιστίας. Δεν έχει καταφέρει να πείσει ότι είναι σε θέση να σηκώσει το βάρος μιας σύγκρουσης που η κοινωνία καταλαβαίνει ολοκάθαρα ότι θα είναι αδυσώπητη και πολυεπίπεδη, με πάμπολες διεθνείς προεκτάσεις. Οι προσπάθειες της ηγεσίας του να χτίσει ένα «ρεαλιστικό» και «υπεύθυνο» προφίλ «κυβερνησιμότητας» μάλλον εντείνουν το πρόβλημα. Ισως γιατί, πέρα από την επανάληψη καλών προθέσεων, η κατάληξή τους είναι να έχει γίνει ακόμη πιο θολός απ’ότι ήταν προ έτους ο δρόμος που θα κληθεί να ακολουθήσει η εξαγγελθείσα αντιμνημονιακή ανατροπή. Δύσκολο πλέον να σταθεί με όρους αξιόπιστους μια τέτοια προοπτική, ειδικά μετά την κυπριακή κρίση, εάν να έχουν απαντηθεί επί της ουσίας τα ερώτηματα σχετικά με τον τρόπο επίτευξης της διαγραφής του χρέους και αντιμετώπισης του ενδεχόμενου της διακοπής της τροϊκανής χρηματοδότησης (ή της παροχής ρευστότητας από την ΕΚΤ) αλλά και γενικότερα των απόλυτα αναμενόμενων αντιδράσεων που θα προκαλέσει η υλοποίηση της βασική δέσμευσης του Σύριζα, δηλαδή η ακύρωση των Μνημονίων μέσω Βουλής από μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Ο Σύριζα που χρειάζονται λοιπόν σήμερα όσοι μοιράστηκαν την ελπίδα της περυσινής άνοιξης έχει ανάγκη από ένα προγραμματικό ξεκαθάρισμα, από μια νέα ριζοσπαστικοποίηση. Οχι με την έννοια ενός στείρου και βερμπαλιστικού μαξιμαλισμού αλλά ως απάντηση στην διαρκώς εντεινόμενη ριζοσπαστικοποίηση ενός αδίστακτου και άκρως επιθετικού αντιπάλου εντός και εκτός χώρας. Μια ριζοσπαστικοποίηση που θα του επιτρέψει να ανταποκριθεί στις κινηματικές δυνατότητες και απαιτήσεις της περιόδου που άνοιξε με την πτώση της τρικομματικής κυβέρνησης. Μια ριζοσπαστικοποίησης που θα ξαναδώσει στις λαϊκές δυνάμεις τον αέρα νίκης που φύσηξε για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες στη χώρα μας εκείνο τον θερμό Ιούνη του 2012.
*Δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία» την Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου