Μετά το ΤΕΕ έρχεται από την πλευρά του και άλλος επιστημονικός φορέας, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, να ασκήσει την αντιθεσή του προς το νόμο για τα ΑΕΙ με μια δριμύτατη ανακοίνωση.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΝΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ
Σχεδόν 30 χρόνια πριν, ο νόμος 1268/82 αποτέλεσε μια τομή στη λειτουργία του ελληνικού Πανεπιστημίου θεσμοθετώντας τη φοιτητική συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, βάζοντας φραγμούς στην αυθαιρεσία και την αδιαφάνεια της καθηγητικής έδρας και δημιουργώντας νέους θεσμούς που απαντούσαν στις απαιτήσεις της κοινωνίας.
Στα τριάντα χρόνια που πέρασαν αποδείχθηκε ότι δίπλα στα θετικά στοιχεία που εισήχθησαν στο Πανεπιστήμιο, δημιουργήθηκαν με την πάροδο του χρόνου και κάποιες στρεβλώσεις και δυσλειτουργίες στις οποίες υπήρξε κοινή διάθεση και προβληματισμός από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και της κοινωνίας για το πώς θα εξαλειφθούν.
Όμως, αντί για μια προσεκτική και μελετημένη προσπάθεια αντιμετώπισης των σημείων που ενδεχομένως υπήρχε ανάγκη βελτίωσης, ο νέος νόμος έρχεται να αναιρέσει πλήρως το συνολικό πλαίσιο λειτουργίας του Πανεπιστημίου καταστρέφοντας χωρίς διάκριση θετικά και αρνητικά στοιχεία του προηγούμενου συστήματος.
Τριάντα χρόνια μετά, ο νόμος έρχεται να αναιρεθεί, με την ψήφιση ενός άλλου πλαισίου για την ρύθμιση της ακαδημαϊκής ζωής εν μέσω θέρους και χωρίς να λάβει υπόψη ούτε κατ’ ελάχιστο τις προτάσεις ολόκληρης της ακαδημαϊκής κοινότητας . Το ψηφισθέν νομοσχέδιο θέτει εν αμφιβόλω το δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό χαρακτήρα του ελληνικού πανεπιστημίου
Η κατάργηση του ασύλου στην βάση της αντιμετώπισης υπαρκτών προβλημάτων που είχαν παρουσιαστεί με την καταπάτηση και καταστρατήγησή του αποτελεί συντηρητική οπισθοδρόμηση, υπηρετεί επικοινωνιακούς και μόνο σκοπούς, ενώ στην πράξη, όχι μόνο δε θα περιορίσει την ανομία (που υποτίθεται ότι επιδιώκει να περιορίσει), αλλά θα αυξήσει τα προβλήματα και τις συγκρούσεις. Άλλωστε αυτό που επιμελώς αποσιωπείται από την δημόσια συζήτηση είναι η πραγματικότητα της σαφούς ρύθμισης του ασύλου, σε σημείο που οι προβληματικές γύρω από αυτό να αφορούν όχι την καθαυτό ύπαρξη του θεσμού, αλλά την συνολική αδυναμία εφαρμογής από πλευράς πολιτείας των νομικών ρυθμίσεων που το διείπαν.
Η κατάτμηση των σπουδών σε δύο κύκλους δημιουργεί φοιτητές και πτυχία-πιστοποιητικά δύο ταχυτήτων, ενώ ανοίγει το δρόμο για την επιβολή διδάκτρων ακόμα και στο προπτυχιακό επίπεδο. Υποβαθμίζεται η αξία του πρώτου πτυχίου, καθώς τα όποια επαγγελματικά δικαιώματα θα κατοχυρώνονται στα επί πληρωμή μεταπτυχιακά. Επιπρόσθετα, μεταπτυχιακοί φοιτητές και υποψήφιοι διδάκτορες δεν κατοχυρώνονται ως προς το δικαίωμα αμοιβής και αυτόνομης πρόσβασης στην έρευνα και στην εργασία. Ακόμα και τέως μέλη ΔΕΠ, οι λέκτορες, αποστερούνται στην πράξη κάθε προοπτικής επαγγελματικής ανέλιξης και έρχονται ξαφνικά αντιμέτωποι με τους εφιάλτες της υποαπασχόλησης, της άμισθης εργασίας και της ανεργίας. Έτσι, το πανεπιστήμιο από παράγοντας ενίσχυσης της εθνικής οικονομίας και κοινωνικής ανέλιξης των χαμηλότερων και μεσαίων στρωμάτων μετατρέπεται σε προθάλαμο της κακοπληρωμένης, επισφαλούς εργασίας.
Η διαγραφή των φοιτητών από το Πανεπιστήμιο, μετά από συγκεκριμένο αριθμό χρόνων, με το απόλυτα ψευδές και προσχηματικό επιχείρημα της εξοικονόμησης πόρων, ψευδές καθότι οι «αιώνιοι» φοιτητές είχαν εδώ και πολλά χρόνια αποκλειστεί από τις δωρεάν παροχές του Πανεπιστημίου (σίτιση, στέγαση, συγγράμματα), δημιουργεί ένα ακόμη κοινωνικό πρόβλημα κυρίως στους οικονομικά αδύναμους φοιτητές οι οποίοι αναγκάζονται – ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες – να εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους, πρόβλημα το οποίο οξύνει η απουσία πρόβλεψης για εθελούσια διακοπή των σπουδών και συνέχισή τους μετά από κάποιο διάστημα. Δεν είναι δύσκολο επίσης να φανταστούμε τα περιστατικά εκβιασμών και συναλλαγής που θα πολλαπλασιαστούν, στα οποία ο φοιτητής θα αναγκάζεται να υποκύψει μπροστά στο φάσμα της οριστικής του διαγραφής από τη σχολή όταν δεν περάσει ένα μάθημα ευρισκόμενος στο χρονικό όριο του νόμου. Όσοι έχουμε περάσει από τα φοιτητικά αμφιθέατρα έχουμε αντιληφθεί περιστατικά τέτοιων εκβιασμών για να περαστεί ένα μάθημα, τη στιγμή μάλιστα που δεν υπήρχε ο «μπαμπούλας» της διαγραφής από τη σχολή.
Το πανεπιστήμιο του νέου νόμου είναι το πανεπιστήμιο της ολιγομελούς, αδιαφανούς διοίκησης και διαχείρισης. Με πρόσχημα την διάρρηξη του πλέγματος των πελατειακών σχέσεων, οι φοιτητές αποκλείονται από τις πρυτανικές εκλογές, από τη διοίκηση των πανεπιστημίων γενικότερα και χάνουν κάθε δυνατότητα άσκησης ελέγχου επί των πεπραγμένων των πανεπιστημιακών διοικήσεων. Ταυτόχρονα, ο πόλος της διαπλοκής των μελών ΔΕΠ όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται αλλά ενισχύεται μέσα από την υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε μονοπρόσωπα ή ολιγομελή σχήματα διοίκησης με περιορισμένο αριθμό θεσμικών ελέγχων και εξισορροπήσεων.
Ταυτόχρονα θεσμοθετείται η συμμετοχή εξωθεσμικών, «εξωτερικών» όπως ονομάζονται, παραγόντων στα υπό συγκρότηση συμβούλια των ΑΕΙ, αλλαγή που στην πράξη απλώς δημιουργεί ένα ακόμα πιο εκτεταμένο και ανεξέλεγκτο δίκτυο πελατειακών εξαρτήσεων, πλήττοντας το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο του ελληνικού πανεπιστημίου.
Το πανεπιστήμιο όντως αντιμετωπίζει προβλήματα αναξιοκρατίας και αδιαφάνειας. Ωστόσο, ο μοναδικός θεσμός που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τέτοια φαινόμενα, η ανεξάρτητη αξιολόγηση από εγνωσμένου κύρους προσωπικότητες της ακαδημαϊκής ζωής, στη βάση αμιγώς εκπαιδευτικών κριτηρίων, υποβαθμίζεται. Αντί τα ελληνικά πανεπιστήμια να εναρμονιστούν με τα διεθνή πρότυπα αξιολόγησης, όπου συνήθως τον έλεγχο ασκούν επιτροπές σχεδόν αποκλειστικά εξωτερικής και ανεξάρτητης σύνθεσης, εδώ καθιερώνεται ένα μικτό σύστημα που για μια ακόμη φορά ευνοεί τις εξαρτήσεις και τις συναλλαγές.
Ταυτόχρονα, τα κριτήρια της αξιολόγησης και το μείζον θέμα της κατανομής των χρηματοδοτήσεων παραμένουν ασαφή, με απώτερο στόχο να αναγκαστεί το δημόσιο πανεπιστήμιο να αναζητήσει ιδιωτική χρηματοδότηση και να μετατραπεί και το ίδιο σε επιχείρηση.
Σε μία περίοδο που ο λαός δέχεται τη σφοδρότερη στη μεταπολιτευτική ιστορία επίθεση στα όποια εργασιακά του δικαιώματα, το κοινωνικό κράτος καταρρέει, τα επαγγελματικά δικαιώματα καταργούνται, η ανεργία αλλά και η ύφεση αγγίζουν ιστορικά υψηλά, η διάλυση κάθε μορφής συλλογικής συνείδησης και παρέμβασης προβάλλεται ως η αποτελεσματικότερη απάντηση στην κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Η απάντηση στην κρίση δεν μπορεί να είναι αυτή της λιγότερης δημοκρατίας, αλλά αυτή της περισσότερης, με ταυτόχρονη ωρίμανση ενός θεσμικού οπλοστασίου που θα απαντά στα υπαρκτά προβλήματα που δεν περιορίζονται μόνο στο πανεπιστήμιο αλλά αφορούν το σύνολο του κοινωνικού βίου. Μόνο έτσι θα προταχθεί ένα συνολικό πλαίσιο αντιμετώπισης και όχι κατά περίπτωση «λύσεις» που επί της ουσίας όχι μόνο δεν διορθώνουν τα κακώς κείμενα αλλά και τα ενισχύουν.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΝΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ
Σχεδόν 30 χρόνια πριν, ο νόμος 1268/82 αποτέλεσε μια τομή στη λειτουργία του ελληνικού Πανεπιστημίου θεσμοθετώντας τη φοιτητική συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, βάζοντας φραγμούς στην αυθαιρεσία και την αδιαφάνεια της καθηγητικής έδρας και δημιουργώντας νέους θεσμούς που απαντούσαν στις απαιτήσεις της κοινωνίας.
Στα τριάντα χρόνια που πέρασαν αποδείχθηκε ότι δίπλα στα θετικά στοιχεία που εισήχθησαν στο Πανεπιστήμιο, δημιουργήθηκαν με την πάροδο του χρόνου και κάποιες στρεβλώσεις και δυσλειτουργίες στις οποίες υπήρξε κοινή διάθεση και προβληματισμός από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και της κοινωνίας για το πώς θα εξαλειφθούν.
Όμως, αντί για μια προσεκτική και μελετημένη προσπάθεια αντιμετώπισης των σημείων που ενδεχομένως υπήρχε ανάγκη βελτίωσης, ο νέος νόμος έρχεται να αναιρέσει πλήρως το συνολικό πλαίσιο λειτουργίας του Πανεπιστημίου καταστρέφοντας χωρίς διάκριση θετικά και αρνητικά στοιχεία του προηγούμενου συστήματος.
Τριάντα χρόνια μετά, ο νόμος έρχεται να αναιρεθεί, με την ψήφιση ενός άλλου πλαισίου για την ρύθμιση της ακαδημαϊκής ζωής εν μέσω θέρους και χωρίς να λάβει υπόψη ούτε κατ’ ελάχιστο τις προτάσεις ολόκληρης της ακαδημαϊκής κοινότητας . Το ψηφισθέν νομοσχέδιο θέτει εν αμφιβόλω το δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό χαρακτήρα του ελληνικού πανεπιστημίου
Η κατάργηση του ασύλου στην βάση της αντιμετώπισης υπαρκτών προβλημάτων που είχαν παρουσιαστεί με την καταπάτηση και καταστρατήγησή του αποτελεί συντηρητική οπισθοδρόμηση, υπηρετεί επικοινωνιακούς και μόνο σκοπούς, ενώ στην πράξη, όχι μόνο δε θα περιορίσει την ανομία (που υποτίθεται ότι επιδιώκει να περιορίσει), αλλά θα αυξήσει τα προβλήματα και τις συγκρούσεις. Άλλωστε αυτό που επιμελώς αποσιωπείται από την δημόσια συζήτηση είναι η πραγματικότητα της σαφούς ρύθμισης του ασύλου, σε σημείο που οι προβληματικές γύρω από αυτό να αφορούν όχι την καθαυτό ύπαρξη του θεσμού, αλλά την συνολική αδυναμία εφαρμογής από πλευράς πολιτείας των νομικών ρυθμίσεων που το διείπαν.
Η κατάτμηση των σπουδών σε δύο κύκλους δημιουργεί φοιτητές και πτυχία-πιστοποιητικά δύο ταχυτήτων, ενώ ανοίγει το δρόμο για την επιβολή διδάκτρων ακόμα και στο προπτυχιακό επίπεδο. Υποβαθμίζεται η αξία του πρώτου πτυχίου, καθώς τα όποια επαγγελματικά δικαιώματα θα κατοχυρώνονται στα επί πληρωμή μεταπτυχιακά. Επιπρόσθετα, μεταπτυχιακοί φοιτητές και υποψήφιοι διδάκτορες δεν κατοχυρώνονται ως προς το δικαίωμα αμοιβής και αυτόνομης πρόσβασης στην έρευνα και στην εργασία. Ακόμα και τέως μέλη ΔΕΠ, οι λέκτορες, αποστερούνται στην πράξη κάθε προοπτικής επαγγελματικής ανέλιξης και έρχονται ξαφνικά αντιμέτωποι με τους εφιάλτες της υποαπασχόλησης, της άμισθης εργασίας και της ανεργίας. Έτσι, το πανεπιστήμιο από παράγοντας ενίσχυσης της εθνικής οικονομίας και κοινωνικής ανέλιξης των χαμηλότερων και μεσαίων στρωμάτων μετατρέπεται σε προθάλαμο της κακοπληρωμένης, επισφαλούς εργασίας.
Η διαγραφή των φοιτητών από το Πανεπιστήμιο, μετά από συγκεκριμένο αριθμό χρόνων, με το απόλυτα ψευδές και προσχηματικό επιχείρημα της εξοικονόμησης πόρων, ψευδές καθότι οι «αιώνιοι» φοιτητές είχαν εδώ και πολλά χρόνια αποκλειστεί από τις δωρεάν παροχές του Πανεπιστημίου (σίτιση, στέγαση, συγγράμματα), δημιουργεί ένα ακόμη κοινωνικό πρόβλημα κυρίως στους οικονομικά αδύναμους φοιτητές οι οποίοι αναγκάζονται – ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες – να εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους, πρόβλημα το οποίο οξύνει η απουσία πρόβλεψης για εθελούσια διακοπή των σπουδών και συνέχισή τους μετά από κάποιο διάστημα. Δεν είναι δύσκολο επίσης να φανταστούμε τα περιστατικά εκβιασμών και συναλλαγής που θα πολλαπλασιαστούν, στα οποία ο φοιτητής θα αναγκάζεται να υποκύψει μπροστά στο φάσμα της οριστικής του διαγραφής από τη σχολή όταν δεν περάσει ένα μάθημα ευρισκόμενος στο χρονικό όριο του νόμου. Όσοι έχουμε περάσει από τα φοιτητικά αμφιθέατρα έχουμε αντιληφθεί περιστατικά τέτοιων εκβιασμών για να περαστεί ένα μάθημα, τη στιγμή μάλιστα που δεν υπήρχε ο «μπαμπούλας» της διαγραφής από τη σχολή.
Το πανεπιστήμιο του νέου νόμου είναι το πανεπιστήμιο της ολιγομελούς, αδιαφανούς διοίκησης και διαχείρισης. Με πρόσχημα την διάρρηξη του πλέγματος των πελατειακών σχέσεων, οι φοιτητές αποκλείονται από τις πρυτανικές εκλογές, από τη διοίκηση των πανεπιστημίων γενικότερα και χάνουν κάθε δυνατότητα άσκησης ελέγχου επί των πεπραγμένων των πανεπιστημιακών διοικήσεων. Ταυτόχρονα, ο πόλος της διαπλοκής των μελών ΔΕΠ όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται αλλά ενισχύεται μέσα από την υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε μονοπρόσωπα ή ολιγομελή σχήματα διοίκησης με περιορισμένο αριθμό θεσμικών ελέγχων και εξισορροπήσεων.
Ταυτόχρονα θεσμοθετείται η συμμετοχή εξωθεσμικών, «εξωτερικών» όπως ονομάζονται, παραγόντων στα υπό συγκρότηση συμβούλια των ΑΕΙ, αλλαγή που στην πράξη απλώς δημιουργεί ένα ακόμα πιο εκτεταμένο και ανεξέλεγκτο δίκτυο πελατειακών εξαρτήσεων, πλήττοντας το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο του ελληνικού πανεπιστημίου.
Το πανεπιστήμιο όντως αντιμετωπίζει προβλήματα αναξιοκρατίας και αδιαφάνειας. Ωστόσο, ο μοναδικός θεσμός που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τέτοια φαινόμενα, η ανεξάρτητη αξιολόγηση από εγνωσμένου κύρους προσωπικότητες της ακαδημαϊκής ζωής, στη βάση αμιγώς εκπαιδευτικών κριτηρίων, υποβαθμίζεται. Αντί τα ελληνικά πανεπιστήμια να εναρμονιστούν με τα διεθνή πρότυπα αξιολόγησης, όπου συνήθως τον έλεγχο ασκούν επιτροπές σχεδόν αποκλειστικά εξωτερικής και ανεξάρτητης σύνθεσης, εδώ καθιερώνεται ένα μικτό σύστημα που για μια ακόμη φορά ευνοεί τις εξαρτήσεις και τις συναλλαγές.
Ταυτόχρονα, τα κριτήρια της αξιολόγησης και το μείζον θέμα της κατανομής των χρηματοδοτήσεων παραμένουν ασαφή, με απώτερο στόχο να αναγκαστεί το δημόσιο πανεπιστήμιο να αναζητήσει ιδιωτική χρηματοδότηση και να μετατραπεί και το ίδιο σε επιχείρηση.
Σε μία περίοδο που ο λαός δέχεται τη σφοδρότερη στη μεταπολιτευτική ιστορία επίθεση στα όποια εργασιακά του δικαιώματα, το κοινωνικό κράτος καταρρέει, τα επαγγελματικά δικαιώματα καταργούνται, η ανεργία αλλά και η ύφεση αγγίζουν ιστορικά υψηλά, η διάλυση κάθε μορφής συλλογικής συνείδησης και παρέμβασης προβάλλεται ως η αποτελεσματικότερη απάντηση στην κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Η απάντηση στην κρίση δεν μπορεί να είναι αυτή της λιγότερης δημοκρατίας, αλλά αυτή της περισσότερης, με ταυτόχρονη ωρίμανση ενός θεσμικού οπλοστασίου που θα απαντά στα υπαρκτά προβλήματα που δεν περιορίζονται μόνο στο πανεπιστήμιο αλλά αφορούν το σύνολο του κοινωνικού βίου. Μόνο έτσι θα προταχθεί ένα συνολικό πλαίσιο αντιμετώπισης και όχι κατά περίπτωση «λύσεις» που επί της ουσίας όχι μόνο δεν διορθώνουν τα κακώς κείμενα αλλά και τα ενισχύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου