Παρελάζω, παρελάζεις, μας σημαδεύουν. Από τα ψηλά. Ελεύθεροι σκοπευτές. Ίσως οι μόνοι ελεύθεροι σε αυτή τη χώρα. Οι υπόλοιποι, δούλες κανονικές να στρώνουμε τα προικιά στις κόρες της Βουλής.
Ξεπαρθενιάσματα και σεντόνια με κόκκινους λεκέδες στα μπαλκόνια του κοινοβουλίου. Όλοι αθώοι. Άλλες παρθένες φεύγουν μόνες τους από την πολιτική για να οχυρωθούν στη λήθη τρώγοντας τα λεηλατημένα κι άλλες σπρώχνονται για ποια θα πρωτομπεί.
Περιστερές αθώες, εν είδει αγίου πνεύματος της Deutsche Bank που τους φώτισε να ρίξουν τη χώρα στα Μνημόνια, στις δόσεις, στους νταβατζήδες. Αυτοί παρθένες κι εμείς πόρνες που τιμωρούμαστε για άγνωστο αδίκημα.
Ή μάλλον γνωστό. Το ότι ζήσαμε εδώ, τους ψηφίσαμε, κάναμε ότι δεν ξέραμε κι ότι δε βλέπαμε. Στις καλές παρτούζες λένε «ανάψτε κάνα φως να οργανωθούμε». Στις κακές, δεν τίθεται θέμα οργάνωσης. Είναι όποιος προλάβει. Ήταν πιο μάγκες και πρόλαβαν.
Γιορτάζω, γιορτάζεις, μας απαγορεύουν. Απαγορεύεται να περπατάμε στους δρόμους, να κυνηγάμε τους ενόχους, να διαμαρτυρόμαστε, να αμυνθούμε. Κι εμείς το ανεχόμαστε κι ετοιμαζόμαστε να ψηφίσουμε. Την επόμενη καταδίκη.
Στην αρχαία Ελλάδα, τέτοια εποχή γιόρταζαν τα Ανθεστήρια. Στη σύγχρονη γιορτάζουμε τα Μαλακιστήρια. Η δική μας γιορτή. Ανθίζουμε και γεμίζουμε με καρπούς «δε γαμείς».
Οι υπόλοιποι καρποί απαγορεύονται δια ροπάλου ΜΑΤ. Νεράντζια κομμένα από το στραβοχυμένο Καμίνη, ύπατο του καθεστώτος, αλλά πάντως εκλεγμένο από το λαό για να μην ξεχνιόμαστε.
Ύπατοι κι απόπατοι σε κάθε διοικητικό πριγκιπάτο της χώρας, συνεχίζουν να απολαμβάνουν τη διαφθορά, να ταΐζουν και να ταΐζονται, να μετατρέπουν τα σώματα των πόλεων σε ανάκλιντρα απευθείας αναθέσεων, υπό τα βλέμματα των κομματικά τυφλών οπαδών.
Επιβιώνω, επιβιώνεις, μας σκοτώνουν. Με καταθλίψεις, εμφράγματα, εγκεφαλικά. Αντί να στήσουμε τις δικές τους κρεμάλες, στήνουμε τις δικές μας και χώνουμε στις θηλιές τα κεφάλια μας.
Δεν αντιδρώ γιατί φοβάμαι, ελπίζω, συνήθισα. Πάντως κοιμάμαι. Μέρα και νύχτα. Όρθιος. Λέω, λέω, λέω, αλλά σουτ! μη μας ακούσουν και θυμώσουν. Μη μας απολύσουν και χάσουμε τα μπατιρόσπορα της αμοιβής.
Μια χώρα μπάτσων, λαμογιών και μάνατζερς. Χωρίς λαό. Μόνο με σκλάβους που χαριετίζονται με ψεύτικες ελπίδες και αναβάλουν τη λύση για τη μέρα του ποτέ. Χαιρόμαστε τον ήλιο. Να τον ντρεπόμαστε τον ήλιο, πρέπει.
Ζω, ζεις, ζούμε. Πόσο μεγάλο ψέμα! Η ύπαρξη δεν είναι ζωή. Ένα διαρκές «παρών» στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι.
Ξεπαρθενιάσματα και σεντόνια με κόκκινους λεκέδες στα μπαλκόνια του κοινοβουλίου. Όλοι αθώοι. Άλλες παρθένες φεύγουν μόνες τους από την πολιτική για να οχυρωθούν στη λήθη τρώγοντας τα λεηλατημένα κι άλλες σπρώχνονται για ποια θα πρωτομπεί.
Περιστερές αθώες, εν είδει αγίου πνεύματος της Deutsche Bank που τους φώτισε να ρίξουν τη χώρα στα Μνημόνια, στις δόσεις, στους νταβατζήδες. Αυτοί παρθένες κι εμείς πόρνες που τιμωρούμαστε για άγνωστο αδίκημα.
Ή μάλλον γνωστό. Το ότι ζήσαμε εδώ, τους ψηφίσαμε, κάναμε ότι δεν ξέραμε κι ότι δε βλέπαμε. Στις καλές παρτούζες λένε «ανάψτε κάνα φως να οργανωθούμε». Στις κακές, δεν τίθεται θέμα οργάνωσης. Είναι όποιος προλάβει. Ήταν πιο μάγκες και πρόλαβαν.
Γιορτάζω, γιορτάζεις, μας απαγορεύουν. Απαγορεύεται να περπατάμε στους δρόμους, να κυνηγάμε τους ενόχους, να διαμαρτυρόμαστε, να αμυνθούμε. Κι εμείς το ανεχόμαστε κι ετοιμαζόμαστε να ψηφίσουμε. Την επόμενη καταδίκη.
Στην αρχαία Ελλάδα, τέτοια εποχή γιόρταζαν τα Ανθεστήρια. Στη σύγχρονη γιορτάζουμε τα Μαλακιστήρια. Η δική μας γιορτή. Ανθίζουμε και γεμίζουμε με καρπούς «δε γαμείς».
Οι υπόλοιποι καρποί απαγορεύονται δια ροπάλου ΜΑΤ. Νεράντζια κομμένα από το στραβοχυμένο Καμίνη, ύπατο του καθεστώτος, αλλά πάντως εκλεγμένο από το λαό για να μην ξεχνιόμαστε.
Ύπατοι κι απόπατοι σε κάθε διοικητικό πριγκιπάτο της χώρας, συνεχίζουν να απολαμβάνουν τη διαφθορά, να ταΐζουν και να ταΐζονται, να μετατρέπουν τα σώματα των πόλεων σε ανάκλιντρα απευθείας αναθέσεων, υπό τα βλέμματα των κομματικά τυφλών οπαδών.
Επιβιώνω, επιβιώνεις, μας σκοτώνουν. Με καταθλίψεις, εμφράγματα, εγκεφαλικά. Αντί να στήσουμε τις δικές τους κρεμάλες, στήνουμε τις δικές μας και χώνουμε στις θηλιές τα κεφάλια μας.
Δεν αντιδρώ γιατί φοβάμαι, ελπίζω, συνήθισα. Πάντως κοιμάμαι. Μέρα και νύχτα. Όρθιος. Λέω, λέω, λέω, αλλά σουτ! μη μας ακούσουν και θυμώσουν. Μη μας απολύσουν και χάσουμε τα μπατιρόσπορα της αμοιβής.
Μια χώρα μπάτσων, λαμογιών και μάνατζερς. Χωρίς λαό. Μόνο με σκλάβους που χαριετίζονται με ψεύτικες ελπίδες και αναβάλουν τη λύση για τη μέρα του ποτέ. Χαιρόμαστε τον ήλιο. Να τον ντρεπόμαστε τον ήλιο, πρέπει.
Ζω, ζεις, ζούμε. Πόσο μεγάλο ψέμα! Η ύπαρξη δεν είναι ζωή. Ένα διαρκές «παρών» στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου