Εν αρχήν ην το «ρόπτρον». Στο κέντρο και αριστερά της πόρτας, το σιδερένιο χέρι που χτυπούσε ο επισκέπτης για να ειδοποιήσει τους νοικοκύρηδες του σπιτιού. Ο ήχος της ειδοποίησης ήταν ο ήχος της ξύλινης πόρτας. Διαπεραστικός, άμεσος, αδιαμφισβήτητος. Το τσακαλίδι. Φτιαγμένο από κράμα που σαν πρώτο συνθετικό είχε το σίδηρο. Σίδηρος έβγαινε στη Σέριφο, από Έλληνες εργάτες, και από εκεί πουλιόταν στα χυτήρια της Αθήνας. Οι μεταλλουργοί έφτιαχναν το καλούπι, απομίμηση ενός μικρού χεριού, γιατί έτσι είχαν μάθει από τον πατέρα τους και τον παππού τους και τον προπάππου τους και έτσι έφτιαχναν τα ρόπτρα από τους χρόνους των προγόνων τους, μεταλλουργών στους ίδιους τόπους. Με κάρα έφταναν τα ρόπτρα στις πολιτείες πέρα από την Αθήνα.
Κάποιος μαγαζάτορας έδωσε λίγα γρόσια και αγόρασε όσα χεράκια υπολόγιζε ότι θα πουλούσε. Κι ήρθε ο νοικοκύρης του σπιτιού στο μαγαζί του, βρήκε αυτό που του άρεσε περισσότερο, παζάρεψε ίσως την τιμή κι όλο χαρά το βίδωσε στην καινούρια του ξύλινη πόρτα. Τούτο το μπιχλιμπίδι είναι φτιαγμένο για να κρατήσει μια ζωή και πολλές περισσότερες. Ίσως να στέκει εκεί και σε πεντακόσια χρόνια ή στην προθήκη ενός μουσείου λαϊκής τέχνης. Είναι δείγμα αρχοντιάς, και ομορφιάς, είναι ο κύκλος ανθρώπων που δουλεύουν, παράγουν, μεταποιούν και στολίζουν τα σπίτια τους.
Ύστερα ήρθε η τεχνολογία. Το κουδούνι. Μεταλλικό κι αυτό. Ο εγγονός του πρώτου κτίστη το έβαλε. Το αγόρασε από τον εγγονό του καταστηματάρχη που πουλούσε ρόπτρα παλιότερα. Μοντέρνα αγορά. Όχι ότι το τσακαλίδι δεν έκανε καλά τη δουλειά του, αλλά όπως και να το κάνουμε ο ήχος του μεταλλικού κουδουνιού και πιο δυνατός ήταν, και πιο κοντά στο αυτί των ενοίκων, και ασύγκριτα πιο μοντέρνος.
Το μέταλλο, κάπου από τα ορυχεία χαλκού στην Κύπρο. Διακινήθηκε με φορτηγό, εκείνα τα παλιά με τις μακριές μούρες και τις μουσαμένιες καρότσες. Φτιάχτηκε το κουδούνι αυτό σε μια βιοτεχνία κάπου στον Πειραιά. Φτιάχτηκε για να είναι όμορφο. Τοποθετήθηκε από τεχνίτη την ώρα που τα παιδιά της γειτονιάς περίμεναν με ανυπομονησία να χτυπήσει για πρώτη φορά. Όλη η λαχτάρα του Έλληνα για κάτι που τεχνολογικά είναι πρωτοποριακό συνοψίζεται σε στιγμές σαν κι αυτές. Ίσως κι η ανακούφιση, καθώς οι δίπλα το είχαν βάλει πρώτοι. Και το κουδούνι αυτό φτιάχτηκε για να κρατήσει χρόνια. Με λίγο λάδι στο μηχανισμό πίσω από την πόρτα ίσως να δουλεύει ακόμα.
Κι ύστερα ήρθε η εποχή του πλαστικού. Φτιαγμένο στην Κίνα ή κάπου αλλού πολύ φτηνά, ταξιδεμένο με καράβια και μεταφορικές, προϊόν εισαγωγής κάποιου καπάτσου εμπόρου, νίκησε τα ακριβά μεταλλικά κουδούνια. Ήταν πολύ φθηνότερο, και μπορούσε να κάνει κελαηδήματα, κουδουνίσματα ή ότι διάλεγε το δισέγγονο του κτίστη του αρχικού σπιτιού. Τούτο το πλαστικό κουδούνι δεν απασχόλησε πολλούς ανθρώπους στη χώρα. Μόνο τον εισαγωγέα και τον μαγαζάτορα, ίσως και τον ηλεκτρολόγο που το τοποθέτησε. Τα μεταλλεία στη χώρα έκλεισαν, το ίδιο και τα μεταλλουργεία, οι τόρνοι και οι βιοτεχνίες. Έπειτα δεν έγινε για να κρατάει πολύ. Έγινε για να χαλάσει γρήγορα, και να παραγγελθεί καινούριο, πιο εξελιγμένο, με κάμερα ίσως. Δεν έχει θέση σε κανένα μουσείο. Μόνο στα σκουπίδια. Ούτε αρχοντιά προσδίδει, μόνο φτήνια.
Κι αναρωτιέται κανείς, αν μπορούσε να επιλέξει, ποια εποχή της Ελλάδας έτσι όπως σημαδεύτηκαν οι εποχές σε αυτή την πόρτα, θα διάλεγε; Τεχνολογικά φρικιά σαν και την αφεντιά μου, διαλέγουν χωρίς περιστροφές τη νέα εποχή. Ούτε καν το τώρα, αλλά το αύριο. Τελικά όμως, το τίμημα γι’ αυτές τις κατακτήσεις είναι μεγάλο ή μικρό; Ο απόβλητος για την επιστήμη της οικονομίας δείκτης της ευτυχίας ήταν τότε μικρότερος ή σήμερα; Τότε, για παράδειγμα, τα υλικά δεν πετιούνταν. Σκουπίδια δεν υπήρχαν. Όλα ανακυκλώνονταν. Ο σίδερος, ο χαλκός, τα πάντα.
Σήμερα, έχει γεμίσει ο τόπος σκουπιδότοπους, πλαστικές συσκευασίες και υλικά, ανόργανη χημεία, μόλυνση και υποβάθμιση της γης, του νερού και του αέρα. Και τότε επίσης, τα πράγματα γίνονταν για να μείνουν για πολύ, για να βαστάνε. Σήμερα φτιάχνονται για να αλλάζονται γρήγορα, να καταναλώνονται συνέχεια, να αυξάνουν τις εισαγωγές, να αυξάνουν το χρήμα στην αγορά, και το χρήμα είναι πάντα δανειζόμενο και ποτέ δωρεάν. Άρα να αγγίξουν οι Έλληνες και οι άλλοι πολίτες του κόσμου τον απόλυτο βαθμό της υποταγής στους δανειστές.
Ξαναβλέπω την πόρτα και δεν μπορώ παρά να σκεφτώ την ιστορία αυτής της χώρας. Από την αρχοντιά, όταν κάποιοι τουλάχιστον αισθάνονταν ελεύθεροι, περάσαμε μέσω του μοντερνισμού στην καταναλωτική, οικονομική, εθνική και ατομική σκλαβιά χωρίς εξαιρέσεις. Στιγμές, σίγουρα δραματικές, αυτής της πορείας βιώνουμε σήμερα. Εδώ, όμως, στην πόρτα αυτή μπορεί κανείς, όπως σε κάθε εμπνευσμένο ιστορικό βιβλίο, να βρει και τα ψήγματα της αλλαγής, ενός διαφορετικού μέλλοντος, ελεύθερου, ίσως ευτυχισμένου. Παρατηρώντας τα αντικείμενα του παρελθόντος μπορείς να οραματιστείς τη ζωή του μέλλοντος. Τι θα συνέβαινε για παράδειγμα αν η Ελλάδα επένδυε μόνο σε ανακυκλώσιμα υλικά και απέφευγε εντελώς τα πλαστικά και στο σύνολό της την ανόργανη χημεία; Τι θα συνέβαινε αν επένδυε στην παρασκευή προϊόντων που προορίζονται να κρατούν για πολλά – πολλά χρόνια;
Στην πρώτη περίπτωση οι πολίτες αυτής της χώρας θα μπορούσαν να γίνουν ενσυνείδητοι φορείς της αλλαγής από μια καταναλωτική κοινωνία σε μια κοινωνία χωρίς σκουπίδια και ρύπανση, με σεβασμό στα οικοσυστήματα που καταλαμβάνουν. Σεβασμός, που συνεπάγεται μεγάλα οφέλη για την προσωπική σωματική και ψυχική υγεία του ατόμου. Στη δεύτερη περίπτωση θα αποκτούσαν νέες βιοτεχνίες και βιομηχανίες αγαθών. Δεν είναι μόνο η ανεργία που θα εξαφανιζόταν για πολλά χρόνια, είναι και η ίδια η διαδικασία του να φτιάχνεις αγαθά που κρατούν πολύ, αυτή που κάνει μια κοινωνία ελεύθερη, ευτυχισμένη, διαφορετική και ανθεκτική στο χρόνο. Γιατί τα φτιάχνεις όχι μόνο με ανθεκτικά υλικά, αλλά και συνείδηση του ωραίου.
Με αυτή τη λογική δε φτιάχτηκαν τα κλασικά αγάλματα και τα αρχιτεκτονήματα; Με αυτή τη λογική δε φτιάχτηκαν οι τραγωδίες και τα κείμενα που διαβάζονται μέχρι σήμερα; Με αυτή τη λογική δε δημιούργησαν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκης στα νεότερα χρόνια; Γιατί να μη φτιαχτούν με την ίδια λογική και τα καινούρια κομπιούτερ, οι καινούριες τηλεοράσεις, τα καινούρια κτήρια, τα καινούρια τραγούδια, τα made in Greece; Κατά την ταπεινή μας γνώμη, αυτός είναι ο δρόμος μας. Το μυστικό της ευτυχίας μας βρίσκεται στην επαν- εναρμόνισή μας με το οικοσύστημα και σε μια οικονομία που θα παράγει όχι για τον αδηφάγο καταναλωτή, αλλά για τον ελεύθερο άνθρωπο, αυτόν που χρησιμοποιεί και απολαμβάνει τα αντικείμενα, και δεν εξουσιάζεται από αυτά και από την πρόσκαιρη χαρά της απόκτησής τους.
http://www.koutipandoras.gr/?p=19068
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου