Δευτέρα, 14 Ιανουαρίου 2013
Σήμερα έχουν
κατατεθεί στην Βουλή και πρόκειται να ψηφιστούν με την μορφή νομοσχεδίου και με
την διαδικασία του κατεπείγοντος τα εξής: Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις,
τροποποιήσεις του ν. 4093/2012, κύρωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου
«Έγκριση των Σχεδίων των Συμβάσεων Τροποποίησης της Κύριας Σύμβασης
Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ), της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Ελληνικού Ταμείου
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Τ.Χ.Σ) και της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), με
τίτλο «Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης», της Σύμβασης Χρηματοδοτικής
Διευκόλυνσης μεταξύ του Ε.Τ.Χ.Σ., της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ΤτΕ, με
τίτλο «Σύμβαση Διευκόλυνσης Διαχείρισης Υποχρεώσεων ΣΙΤ» και της Σύμβασης Χρηματοδοτικής
Διευκόλυνσης μεταξύ του Ε.Τ.Χ.Σ., της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ΤτΕ με
τίτλο «Διευκόλυνση αποπληρωμής Τόκων Ομολόγων», παροχή εξουσιοδοτήσεων για την
Υπογραφή Συμβάσεων» και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις.
Μέσα σε λίγες ώρες δήθεν κοινοβουλευτικής διαβούλευσης, κουβέντας δηλαδή για το θεαθήναι, έτσι για να περνά η ώρα χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα καθότι όλα έχουν προαποφασιστεί, θα ψηφιστούν μέτρα και δεσμεύσεις που μετατρέπουν την Ελλάδα σε επίσημο προτεκτοράτο των ξένων δανειστών της. Για μια ακόμη φορά οι βουλευτές της συμπολίτευσης θα δηλώσουν ότι δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά γιατί αν δεν ψηφίσουν η χώρα θα χρεοκοπήσει, ενώ οι Ηρακλήδες της αντιπολίτευσης θα αρκεστούν στη γνωστή κοινοβουλευτική πρόζα διανθισμένη με πύρινες καταγγελίες. Κι όλοι μαζί θα νομιμοποιήσουν για μια ακόμη φορά την παραβίαση κάθε έννοιας συνταγματικής τάξης ενός τύποις ανεξάρτητου κράτους. Βλέπετε για να νομιμοποιηθεί η όλη διαδικασία δεν αρκεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Χρειάζεται εξίσου και η κοινοβουλευτική μειοψηφία. Απαιτούνται και οι δυο να αναγνωρίζουν ότι όλα έγιναν νομότυπα. Και η συμπολίτευση και η αντιπολίτευση. Γι’ αυτό και κανένας δεν πρόκειται να κουνηθεί από την θέση του. Δεν πρόκειται ούτε κατά διάνοια να ρισκάρει για χάρη της χώρας και του λαού της την παρουσία και τις απολαβές του από αυτό το νόθο, βαθιά αντιλαϊκό και αντεθνικό κοινοβούλιο. Ας πάει να πνιγεί η χώρα και ο λαός της.
Το πρόβλημα δεν
βρίσκεται απλά στο «αγγλικό δίκαιο» και την δικαιοδοσία των δικαστηρίων, η
οποία ανατίθεται στα δικαστήρια του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου όπου
βρίσκεται η έδρα των δανειστών, δηλαδή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας, αλλά στο γεγονός ότι η Ελλάδα – κι όχι απλά το ελληνικό κράτος –
απεμπολεί κάθε μορφή ασυλίας. Ακόμη και υπό το αγγλοσαξονικό δίκαιο (Βρετανία,
ΗΠΑ) η άρση της ασυλίας ενός κράτους δεν αφορά στην εθνική του κυριαρχία, αλλά
στις εμπορικές δραστηριότητες του εν λόγω κράτους. Έτσι ακόμη κι όταν
υποχρεώνεται από τους δανειστές του να υπογράψει σε «αγγλικό δίκαιο» προκειμένου
να άρει την ασυλία του οικειοθελώς αυτό αφορά πρώτα και κύρια στην αποδοχή της
δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του δανειστή. «Τα κράτη συνήθως εξαιρούν: (1) την
περιουσία στο εξωτερικό των διπλωματικών αποστολών, (2) την στρατιωτική
περιουσία, (3) τα περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται εντός της επικράτειάς τους
και είναι αφιερωμένα σε δημόσια ή κυβερνητική χρήση, και (4) κληρονομική
περιουσία.»[1]
Προβλέπεται κάτι
τέτοιο από την υπάρχουσα σύμβαση που ψηφίζεται σήμερα; Ούτε κατά διάνοια.
Αντίθετα, η Ελλάδα απεμπολεί άνευ όρων και αμετάκλητα την ασυλία της έναντι των
δανειστών για όλα τα περιουσιακά της στοιχεία όχι μόνο ως κράτος, αλλά και ως
επικράτεια αποδεχόμενη όχι μόνο την δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Μεγάλου
Δουκάτου, αλλά και την αμετάκλητη εφαρμογή των αποφάσεών τους στο έδαφός της. Ο
τρόπος που συντάχθηκε και διατυπώθηκε η συγκεκριμένη σύμβαση μας ξαναγυρίζει
πίσω στον 19ο αιώνα όταν αποτελούσε «καθαρή αρχή του Διεθνούς
Δικαίου πώς η περιουσία του υπηκόου είναι υπόχρεη για τα δάνεια που έχει συνάψει
το Κράτος του οποίου είναι μέλος.»[2]
Βέβαια, την εποχή εκείνη δινόταν η δυνατότητα στο Κράτος να μην θεωρεί τα
δάνεια που συνάπτει δεσμευτικά. «Τα αγγλικά δικαστήρια έχουν αποφασίσει ότι τα
πληρωτέα ομόλογα στον κομιστή τους, τα οποία έχουν εκδοθεί από την κυβέρνηση
ενός Κράτους, δημιουργούν μόνο ένα χρέος με χαρακτήρα χρέους τιμής, το οποίο
δεν μπορεί να επιβάλει κανένα ξένο δικαστήριο, ούτε καν από τα δικαστήρια του
ίδιου του δανειζόμενου Κράτους, εκτός κι αν υπάρχει συγκατάθεση από την
κυβέρνησή του.»[3]
Η προϊούσα μερική
εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας υπέρ των δανειστών, μετατρέπεται τώρα σε ολοκληρωτική
κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας αν και όποτε το θελήσουν οι δανειστές. Το
ελληνικό κράτος και οι θεσμοί της χώρας δεν μπορούν να επικαλεστούν κανενός
είδους ασυλία έναντι των δανειστών. Ολόκληρη η δημόσια περιουσία και η εθνική
επικράτεια, ο κάθε έλληνας πολίτης και η προσωπική του κοινωνική, εργασιακή και
περιουσιακή κατάσταση μαζί και των οικείων του τίθενται στην διακριτική διάθεση
των δανειστών της ευρωζώνης. Με τις πράξεις αυτές θεσμοθετείται ως υπέρτατος
νόμος της χώρας η εξυπηρέτηση των δανειστών έναντι όλων των άλλων αναγκών και
προτεραιοτήτων της επικράτειας και του λαού. Και μάλιστα υιοθετείται με τέτοιον
τρόπο ώστε να περάσει στο εσωτερικό δίκαιο της χώρας υπερισχύοντας κάθε άλλου
κανόνα εσωτερικού δικαίου με βάση το άρθρο 28 του Συντάγματος. Έτσι ολόκληρη η
χώρα και ο λαός της τίθενται σε επίσημο καθεστώς πεονίας, δηλαδή σε καθεστώς
δουλοπαροικίας του χρέους προκειμένου να διασφαλιστούν οι δανειστές.
Με άλλα λόγια όχι
μόνο τα δημοσιονομικά του ελληνικού κράτους μαζί με την δημόσια περιουσία και
την εθνική επικράτεια, αλλά και ο μισθός, η σύνταξη, το εισόδημα, η δουλειά, η
προσωπική περιουσία, η κατάσταση της ίδιας της οικογένειας και του ατόμου,
τίθενται σε δεύτερη μοίρα προκειμένου οι δανειστές να διασφαλίσουν τα δάνειά
τους. Κανένα θεμελιώδες ή μη δικαίωμα της χώρας και του λαού της δεν είναι
ανώτερο από τα δικαιώματα του δανειστή. Κι επομένως ολόκληρη η χώρα, ο πλούτος
που διαθέτει καθώς και οι πολίτες της τίθενται επισήμως στην διάθεση των
δανειστών ως ενέχυρα.
Πότε ξανάγινε
κάτι τέτοιο; Ποτέ ξανά σ’ ολόκληρη την ιστορία του δημόσιου δανεισμού της
επίσημης Ελλάδας δεν έχει γίνει κάτι παρόμοιο. Παρά το γεγονός ότι το ελληνικό
κράτος έχει υποστεί στην ιστορία του τέσσερις επίσημες χρεοκοπίες (1827, 1845,
1893, 1932). Μόνο με τις εγγυήσεις των αποκαλούμενων «δανείων της ανεξαρτησίας»
(1824 και 1825) μοιάζει η σημερινή Σύμβαση, μιας και στα ομόλογα αυτών των
δανείων υπήρχε η εξής ρήτρα: «Οι Πρόσοδοι θα είναι πληρωτέες τόσο σε περίοδο
ειρήνης, όσο και σε περίοδο πολέμου χωρίς διάκριση, σε όλους τους δικαιούχους,
ανεξάρτητα από το αν ανήκουν σε φιλικό ή εχθρικό κράτος. Για την πληρωμή των
Προσόδων έχουν δεσμευτεί όλα τα έσοδα της Ελλάδας. Το σύνολο της εθνικής
περιουσίας της Ελλάδας δια του παρόντος υποθηκεύεται στους κατόχους όλων των
υποχρεώσεων που χορηγήθηκαν δυνάμει του παρόντος Δανείου έως ότου ολόκληρο το
ποσό του κεφαλαίου που αυτές οι υποχρεώσεις αντιπροσωπεύουν, θα πληρωθεί
σύμφωνα με παρεχόμενο Χρεολυτικό Κεφάλαιο…»[4]
Το Χρεολυτικό Κεφάλαιο της εποχής εκείνης ήταν κάτι περίπου σαν τον σημερινό Ειδικό
Λογαριασμό που έχει ανοιχθεί στην Τράπεζα της Ελλάδας μετά από απαίτηση και υπό
τον έλεγχο της τρόικας, δηλαδή των δανειστών.
Η νέα Σύμβαση που
περνά με την διαδικασία του κατεπείγοντος μας ξαναγυρίζει πολύ πίσω. Στην εποχή
όπου το ελληνικό κράτος δεν είχε επίσημη υπόσταση, δεν υπήρχε ουσιαστικά και
επομένως οι δανειστές μπορούσαν να απαιτήσουν τα πάντα. Κι όχι μόνο αυτό. Η
παρούσα συμφωνία επιβάλλει επίσημο καθεστώς «δουλείας για χρέη» σε έναν
ολόκληρο λαό. Η έννοια της «δουλείας για χρέη» έχει αποτυπωθεί από την
Συμπληρωματική Συνθήκη για την κατάργηση της Δουλείας, της εμπορίας των Δούλων
και παρεμφερών προς την Δουλεία θεσμών και πρακτικής, η οποία εγκρίθηκε από τη
διάσκεψη των πληρεξουσίων που συγκλήθηκαν από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
του ΟΗΕ της 30ης Απριλίου 1956 και συνήλθε στη Γενεύη στις 7 του Σεπτεμβρίου
1956. Η διεθνής αυτή Σύμβαση επικυρώθηκε από την Ελλάδα με το Νομοθετικό
Διάταγμα υπ’ αριθ. 1145 στις 29 Απριλίου του 1972. Το άρθρο 1 παράγραφος (α)
της Σύμβασης προβλέπει την κατάργηση «της δουλείας δια χρέη, ήτοι της θέσεως ή
καταστάσεως της προκυπτούσης εκ του γεγονότος ότι εις οφειλέτης είναι
ηναγκασμένος να παράσχη ως εγγύησιν ενός χρέους τας προσωπικάς του υπηρεσίας ή
τας υπηρεσίας προσώπου επί του οποίου ασκεί εξουσίαν, εις περίπτωσιν καθ’ ήν η
κατά δικαίαν κρίσιν αξία των υπηρεσιών του δεν προορίζεται εις την εξόφλησιν
του χρέους, ή εάν η διάρκεια των υπηρεσιών του δεν είναι περιωρισμένη και δεν
έχει προσδιορισθή ο χαρακτήρ τούτων.»[5]
Ποιος μας
επιβάλει το σημερινό καθεστώς «δουλείας για χρέη»; Η ίδια η ευρωζώνη. Τέτοια
σύμβαση δεν έχει επιβληθεί σε κανένα άλλο κράτος στον κόσμο. Ο λόγος είναι
απλός. Στην μεταπολεμική περίοδο επιβλήθηκε ως απαράβατο αξίωμα του διεθνούς
δικαίου η αρχή που θέλει να μην ασκείται βία ενάντια σε κράτη προκειμένου να
εξυπηρετηθούν τα εξωτερικά τους χρέη. Η αρχή αυτή συζητιέται στο δημόσιο διεθνές
δίκαιο από την εποχή της Συνδιάσκεψης της Χάγης του 1907. Τότε ένας από τους
πρωτομάχους της επιβολής της αρχής αυτής ήταν οι ΗΠΑ. Στις 16 Ιουλίου 1907 ο
στρατηγός Χόρας Πόρτερ, μιλώντας εκ μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ υπέρ της
κατάργησης της βίας για την συλλογή συμβεβλημένων χρεών ανάμεσα σε κράτη, έλεγε
χαρακτηριστικά: «Οι εκστρατείες συγκομιδής χρεών πολύ σπάνια είχαν επιτυχία.
Στην εποχή μας το να παραπέμψει κανείς τις διαφιλονικούμενες χρηματικές
απαιτήσεις στο πεδίο της δύναμης αντί του νόμου και να υποκαταστήσει την
επιστήμη της καταστροφής έναντι των δημιουργικών δυνάμεων της ειρήνης, συνιστά
τεράστια ευθύνη. Η αρχή της μη επέμβασης με την βία θα έχει αμέτρητες ωφέλειες
για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Πρώτο, για το έθνος του οποίου οι υπήκοοι ή οι
πολίτες έχουν γίνει πιστωτές μιας ξένης κυβέρνησης, μιας και θα αποτελέσει
προειδοποίηση για μια τάξη προσώπων πολύ ικανή να εμπορεύεται τις ανάγκες
αδύναμων και αμήχανων κυβερνήσεων και ύστερα να περιμένουν από την κυβέρνησή
τους να είναι υπεύθυνη για την επιτυχία των επιχειρήσεών τους. Θα λειτουργούσε
ως αποτροπή για τέτοιες δοσοληψίες… Δεύτερο, η αναγνώριση αυτής της αρχής θα
αποτελούσε μια ουσιαστική ανακούφιση για τις ουδέτερες χώρες, των οποίων η
αναταραχή στις συναλλαγές από αποκλεισμούς και εχθρικές επιχειρήσεις που
αποτελούν μια σοβαρή απειλή για το εξωτερικό εμπόριο. Τρίτο, θα αποτελούσε
πλεονέκτημα για τα υπόχρεα κράτη, καθώς θα υποχρεώσει τους δανειστές χρημάτων
να βασίσουν τις δραστηριότητές τους αποκλειστικά πάνω σε εκτιμήσεις για την
καλή πίστη της κυβέρνησης, το εθνικό χρέος, τη απόδοση δικαιοσύνης από το
τοπικά δικαστήρια και την οικονομία στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων. Αυτό
θα απαλλάξει αυτά τα κράτη από την δυστυχία του κερδοσκόπου τυχοδιώκτη που τα
δελεάζει με την πρόταση μεγάλων δανείων, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε εθνικές
υπερβολές και στο τέλος να απειληθούν με την κατάσχεση της περιουσίας τους και
την παραβίαση της εθνικής τους κυριαρχίας.»[6]
Αυτοί ήταν οι λόγοι
που επέβαλαν την κατάλυση κάθε μορφής βίας και επιβολής εναντίον κρατών-οφειλετών
για την συλλογή χρεών. Το διεθνές δίκαιο δεν αποδέχεται να πέσει θύμα ένα κράτος,
ακόμη κι αν έχει ανίκανες, αδύναμες, ή πολύ περισσότερο διεφθαρμένες κυβερνήσεις,
να γίνει έρμαιο τυχοδιωκτών κερδοσκόπων που εκμεταλλεύτηκαν την κατάστασή του
και του πούλησαν δάνεια. Αυτό το νόημα είχε και έχει η αρχής της μη επέμβασης
στα εσωτερικά μιας χώρας και μάλιστα με την βία προκειμένου να πληρωθούν τα χρέη.
Μέσα όμως στην ευρωζώνη η εθνική κυριαρχία έχει πάει περίπατο προ πολλού. Κι έτσι
επανερχόμαστε στην κατάσταση που υπήρχε πριν την Χάγη του 1907 όπου κράτη μπορούν
να αναμιχθούν σε βαθμό κακουργήματος υπέρ των ιδιωτών δανειστών μέχρις του σημείου
να κατάσχουν την περιουσία του κράτους-οφειλέτη και να καταλύσουν την κυριαρχία
του. Όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα. Κι όλα αυτά θα πρέπει να
ανεχθούμε στο όνομα της «ευρωπαϊκής προοπτικής».
Φυσικά τίποτε απ’
όλα αυτά δεν νοιάζει τους κυβερνώντες. Κι αυτό είναι λογικό. Είναι τόσο ταυτισμένοι
με τα αλλότρια συμφέροντα που κάνουν τους παλιούς δωσίλογους της ναζιστικής
κατοχής να ωχριούν. Όμως το ίδιο συμβαίνει και με την αντιπολίτευση. Ακούσατε
κανέναν να θέτει από θέση αρχής το απαράδεκτο της σύμβασης. Όχι γιατί είναι παράνομη
η κοινοβουλευτική διαδικασία που εφαρμόζεται για την αποδοχή της, αλλά γιατί μας
γυρίζει πίσω σε καταστάσεις επίσημης «δουλείας δια του χρέους» με μεθόδους βίαιης
επιβολής και εκβιασμών. Ο λόγος είναι απλός. Αν θέσει η αντιπολίτευση από θέση
αρχής την αντίθεσή της με την δανειακή σύμβαση, τότε ο κάθε επίδοξος επιβήτορας
της εξουσίας σαν τον Τσίπρα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι θα διαπραγματευθεί αυτό
το τερατούργημα που από θέση αρχής καταργεί κάθε έννοια δημοκρατικής έννομης τάξης.
Όχι μόνο από την σκοπιά του εθνικού, αλλά και από την σκοπιά του διεθνούς δικαίου.
Ούτε βέβαια θα μπορούσαν να μιλάνε για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της χώρας.
Η δανειακή σύμβαση δεν μπορεί παρά μόνο να καταγγελθεί στο σύνολό της διότι βασίζεται
σε αρχές που δεν συνάδουν ούτε καν με το διεθνές δίκαιο. Και καταγγελία αυτής της
σύμβασης σημαίνει αναγκαστικά και καταγγελία του δημόσιου χρέους της χώρας μιας
και είναι κατά τα ¾ απόρροια του μηχανισμού στήριξης της ευρωζώνης που επιβάλει
τέτοιες δανειακές συμβάσεις. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού.
Το παιχνίδι είναι
στημένο. Το ματς στο κοινοβούλιο είναι σικέ. Ο λαός θα πρέπει να πάψει να τους
αναγνωρίζει. Δεν έχουν νόημα οι συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα πια. Η διαμαρτυρία
δεν αρκεί. Όταν ο λαός θα πρέπει να κατέβει στο Σύνταγμα είναι μόνο για έναν
και μόνον ένα λόγο: για να πάρει εξουσία, για να τους τελειώσει όλους τους. Αλλιώς
με εκδηλώσεις διαμαρτυρίας τους αναγνωρίζει, τους αποδέχεται ως εκπροσώπους του.
Δεξιούς κι αριστερούς. Μνημονιακούς και αντιμνημοιακούς. Έστω κι αν όλοι τους θα
κάθονται βολικά στα κοινοβουλευτικά έδρανα, θα εισπράττουν την κρατική επιδότηση
για να νομιμοποιούν μια πρωτοφανή πράξη σε διεθνές επίπεδο, την επίσημη επιβολή
καθεστώτος «δουλείας δια του χρέους» για όλο τον λαό. Δεν τους αναγνωρίζουμε. Ότι
κι αν ψηφίσουν είναι άκυρο. Το ίδιο το κοινοβούλιο όπως λειτουργεί και
υφίσταται είναι άκυρο, δοτό και νόθο. Δεν εκφράζει την θέληση του ελληνικού
λαού, ούτε την υπόσταση του ελληνικού έθνους. Δεν έχει καμιά νομιμοποιητική βάση,
μιας και δεν μπορεί ούτε καν να προστατεύσει ακόμη και το δικαίωμα σε μια
αξιοπρεπή ζωή του έλληνα πολίτη. Οφείλουμε λοιπόν να βρούμε τον τρόπο να
συγκροτηθεί το ταχύτερο δυνατό ένα άλλο αυθεντικά λαϊκό κοινοβούλιο που να
εκφράζει στ' αλήθεια τον ελληνικό λαό. Κι αυτό μπορεί να συγκροτηθεί μόνο παρά
και ενάντια στο σημερινό δοτό, νόθο και άκυρο κοινοβούλιο, αλλά και τις δυνάμεις
που το υπηρετούν, που να είστε σίγουροι θα έρθει η ώρα να λογοδοτήσουν στον
ελληνικό λαό. Δεξιοί και αριστεροί. Κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι. Η αντίστροφη
μέτρηση, αργά, αλλά σταθερά, έχει ξεκινήσει.
[1] Philip
Wood, Law and Practice of International
Finance, Thomson Reuters, 2008, σελ. 535.
[2] Sir
Robert Phillimore, Commentaries upon
International Law, vol. II (third edition), London, 1882, σελ. 17.
[3] Στο ίδιο, σελ. 18.
[4] W.
Wynne, State Insolvency and Foreign
Bondholder, Vol.II, (Yale University Press, 1951), σελ. 283 (υπος. 2)
[5] Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της
Ελλάδος, 30 Ιουνίου 1972, αρ. Φύλλου 105 (τεύχος Πρώτο)
[6] James
Brown Scott, American Addresses at the
Second Hague Peace Conference, Boston:
World Peace Foundation, 1916, σελ.
32.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου