Του ΣΠ. ΜΑΡΚΕΤΟΥ
Η άκρα δεξιά έχει αρκετά μελετηθεί σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, από τον Μεσοπόλεμο και μετά, αλλά στη χώρα μας δεν έχει συγκεντρώσει το επιστημονικό ενδιαφέρον ως τώρα, και σπάνια αντιμετωπίζεται ως ενιαίο ιστορικό φαινόμενο στο πλαίσιο μιας ιστορικής και συγκριτικής προσέγγισης.1 Αυτό βεβαίως διευκόλυνε την πρόσφατη επανεμφάνιση εδώ του ναζισμού, καθώς «η ανάδειξη του παρελθόντος και η ιστορική μνήμη είναι ουσιώδη στοιχεία για την πολιτική νοηματοδότηση και δράση».2 Στις σημερινές συνθήκες οικονομικής κρίσης και πολιτισμικής αβεβαιότητας είναι πιο επίκαιρη από ποτέ η αναζωογόνηση της δημόσιας μνήμης, η συμπύκνωση των πορισμάτων της ιστορικής έρευνας και η παρουσίασή τους με τρόπο παραστατικό κι εύληπτο. Επείγει να παρουσιάσουμε την ιστορία της ελληνικής άκρας δεξιάς κριτικά και συγκριτικά, και κατεξοχήν να συνδέσουμε τις εξελίξεις στην Ελλάδα με αντίστοιχα φαινόμενα της Ευρώπης και των Βαλκανίων. Το κείμενο που ακολουθεί δεν μπορεί φυσικά να τα κάνει όλα αυτά, αλλά θέλει απλώς να συνοψίσει κάποια στοιχειώδη ιστορικά δεδομένα, για τις καταβολές της ελληνικής ακροδεξιάς από την εποχή της Εθνικής Εταιρείας ως τη χούντα των συνταγματαρχών, του 1967-1974, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να συμβάλει στον κριτικό στοχασμό και τη δράση για την αντιμετώπιση του φασισμού στη σημερινή Ελλάδα.
Ας πούμε εξαρχής πως τον περασμένο αιώνα η άκρα δεξιά διαδραμάτισε έναν κάθε άλλο παρά περιθωριακό ρόλο σ’ όλη την Ευρώπη, και ήταν μια από τις δυνάμεις που έπλασαν τον καπιταλισμό του εικοστού αιώνα. Στη χώρα μας επηρέασε καίρια την εθνική ιδεολογία και, στις δεκαετίες που κύλησαν από τον Ίωνα Δραγούμη ως τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, συχνά κατεύθυνε τις τύχες του κράτους. Στήριξε δικτατορίες και άλλα έκρυθμα καθεστώτα, οργάνωσε αναρίθμητα κινήματα και πραξικοπήματα, ρίζωσε στον κρατικό μηχανισμό, το στρατό, τη διανόηση και την εκκλησία, επηρέασε κατά καιρούς καθοριστικά τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής, συνεργάστηκε με τον κατακτητή για να συντρίψει την κοινωνική αμφισβήτηση που έφερε η Κατοχή, απέκτησε μαζική βάση και οργάνωση τη δεκαετία του 1940, πρόσφερε κοινωνική άνοδο στα στελέχη και τους απλούς υποστηρικτές της και, τέλος, εξασφάλισε μακροπρόθεσμα νομιμοποίηση αναπτύσσοντας μια ισχυρή εκδοχή της εθνικοφροσύνης, που ήταν ο ηγεμονικός από τον Εμφύλιο ως το 1974 δημόσιος λόγος.
Με δυο λόγια, για παραπάνω από μισό αιώνα, χονδρικά από τον Διχασμό ως την πτώση της Χούντας το 1974, η άκρα δεξιά είτε πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή της χώρας είτε έδρασε στο προσκήνιό της. Από την άλλη πλευρά σ’ όλο αυτό το διάστημα, και τούτες ήταν οι μεγάλες της αποτυχίες, ούτε πολιτική ή ιδεολογική ενότητα κατόρθωσε ποτέ να εξασφαλίσει ούτε ευρύτερη νομιμοποίηση. Αυτά οφείλονταν βέβαια στην άμεση σύνδεσή της με τις καταστροφές και τις τραγωδίες του 1897, του 1922, του 1941-49 και του 1974. Είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς τις δοκιμασίες που πέρασε η χώρα μας τον εικοστό αιώνα αν παραβλέψει τον ιδεολογικό και πολιτικό αυτό χώρο, ο οποίος σήμερα επέστρεψε πλέον στο πολιτικό προσκήνιο. Στις σελίδες που ακολουθούν θ’ ανιχνεύσουμε την ιστορία του και θα προσπαθήσουμε να δούμε με ποιούς τρόπους μπορούμε σήμερα να του αντιταχθούμε.
1. ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ: Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ
Στην Ελλάδα, όπως και στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, η άκρα δεξιά συγκροτείται πολιτικά και ιδεολογικά στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Μετά την πτώση του Όθωνα το 1862, και καθώς σιγά σιγά ριζώνει ο κοινοβουλευτισμός, οι αντίπαλοι του εκδημοκρατισμού προσπαθούν, όπως έκαναν νωρίτερα και σ’ άλλες χώρες, με χαρακτηριστικό παράδειγμά τους τη Γαλλία3, να αποκτήσουν και αυτοί μαζική επιρροή. Έτσι λοιπόν βαθμιαία, και με πολλές αντιφάσεις, οργανώνουν έναν αντιδημοκρατικό χώρο που εκδηλώνει ακραία εχθρότητα κατά της αριστεράς και των φιλελευθέρων.4 Οι ρίζες του είναι πολλαπλές. Μπορούμε χονδρικά να διακρίνουμε πέντε διακριτές τάσεις του. Πρώτα πρώτα την απολυταρχική ακροδεξιά που συσπειρώνεται τότε γύρω από τον χαρισματικό διάδοχο Κωνσταντίνο· ομοϊδεάτη, φίλο και μιμητή του γερμανού κάιζερ Γουλιέλμου.5 Έπειτα τη μιλιταριστική ακροδεξιά, που σιγά σιγά συνέρχεται από τη γελοιοποίησή της στον πόλεμο του 1897· το 1909 νιώθει ανήμπορη να κυβερνήσει η ίδια, αλλά το 1922 επιβάλλει την πρώτη στρατιωτική κυβέρνηση της χώρας, την κυβέρνηση Πλαστήρα, κι έκτοτε μένει στο προσκήνιο ως το 19746. Τρίτον, τη σωβινιστική ακροδεξιά που ενισχύεται συστηματικά από το εκπαιδευτικό σύστημα και αναπτύσσει πολλαπλές εκδοχές ενός κοινωνικά υπερσυντηρητικού και επιθετικού εθνικισμού, συντονισμένου με ανάλογα ρεύματα που εξαπλώνονται τον ίδιο καιρό σ’ όλη την Ευρώπη7. Τέταρτον, τη συντηρητική ακροδεξιά που τότε επιδιώκει κυρίως τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος και αναθαρρεί μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους8. Τέλος, τη φονταμενταλιστική ακροδεξιά που επικαλείται τα ιερά νάματα μιας υπερσυντηρητικής εκδοχής της Ορθοδοξίας9.
Αυτές οι τάσεις συχνά συνεργάζονταν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, ιδέες της απολυταρχικής, της σωβινιστικής και της φονταμενταλιστικής άκρας δεξιάς συναντούμε στο πιο συστηματικό εγχείρημα, αρχές του εικοστού αιώνα, να εμποτιστούν με ακροδεξιές ιδέες τα λαϊκά στρώματα, στα Πάτρια. Το εβδομαδιαίο αυτό φυλλάδιο ξεκίνησε, όπως και όλα σχεδόν τα παρόμοια σχέδια, από αστούς· στην πραγματικότητα, από ισχυρούς καπιταλιστές και στελέχη της βασιλικής αυλής που συγκρότησαν την Εταιρεία της υπέρ των Πατρίων Αμύνης, με έδρα στο κτήριο της Ακαδημίας. Διαφημίζονται την άνοιξη του 1902 με μια πανηγυρική τελετή στη μεγάλη αίθουσα τελετών του πανεπιστημίου, υπό τον επίτιμο πρόεδρό της Εταιρείας Πρίγκιπα Νικόλαο και με την παρουσία του μητροπολίτη –όχι ακόμη αρχιεπίσκοπου- Αθηνών, των περισσότερων μελών της κυβέρνησης, του πρύτανη, των συγκλητικών και των περισσότερων καθηγητών του πανεπιστημίου10.
Ωστόσο οι μερίδες της άκρας δεξιάς απέτυχαν να ενωθούν πολιτικά εκείνη την περίοδο και άλλωστε, με εξαίρεση τη φονταμενταλιστική και τη σωβινιστική, μικρό λαϊκό έρεισμα είχαν. Συνυπήρχαν στον ίδιο αντιδημοκρατικό χώρο και συχνά αλληλεπικαλύπτονταν, κάποτε όμως είχαν μεταξύ τους σχέσεις χείριστες· για παράδειγμα, το κίνημα στο Γουδί θα μπορούσε να διαβαστεί και ως μια σύγκρουση μεταξύ μιλιταριστικής και απολυταρχικής άκρας δεξιάς.
Οι συνθήκες που θα επέτρεπαν ν’ απογειωθεί η επιρροή της άκρας δεξιάς, καταρχάς ανάμεσα στα αστικά και τα μικροαστικά στρώματα των πόλεων, δημιουργήθηκαν την πολεμική δεκαετία από το 1912 ως το 1922. Όσο επικρατούσε ομαλότητα, αντίθετα, δεν έβρισκε πολιτικό χώρο για ν’ αναπτυχθεί. Οι πολιτικές ιδέες και τα οργανωτικά μορφώματά της πλάστηκαν ψηλαφητά, μέσα από διαδικασίες δοκιμής και λάθους, και το έργο που είχε μπροστά της ήταν δύσκολο. Προκειμένου να εξαπλωθεί στην ελληνική δεξιά έπρεπε πρώτα πρώτα να εκτοπίσει ή να μετασχηματίσει τον κυρίαρχο συντηρητισμό, μια πολιτική στάση με δυσανάγνωστες ιδεολογικές αναφορές, που έδινε έμφαση στην κυρίαρχη παραδοσιοκρατική εκδοχή της Ορθοδοξίας, την προάσπιση της κατεστημένης εξουσίας και κατά κανόνα της μοναρχίας και, από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, στο θεσμό της ιδιοκτησίας κι έναν λιγότερο ή περισσότερο σωβινιστικό εθνικισμό.
Ο κορμός της συντηρητικής αυτής δεξιάς ήταν προσανατολισμένος στον κοινοβουλευτισμό και συνήθως στήριζε πολιτευτές παραδοσιακού τύπου. Ωστόσο κυριαρχούνταν από κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν τις οικονομικές και πολιτισμικές εξελίξεις όταν το σύστημα βρέθηκε σε κρίση μετά το 1908 και κατεξοχήν στην πολεμική δεκαετία. Αυτές τροφοδότησαν το πρώτο φασιστικού τύπου κίνημα στη χώρα, το κίνημα των Επιστράτων, τον καιρό του Διχασμού11. Τότε εμφανίζονται επίσης ο πρώτος αξιόλογος πολιτικοποιημένος διανοούμενος αυτού του χώρου, ο Ίων Δραγούμης, και οι πρώτοι σημαντικοί πολιτικοί εκπρόσωποί του, ο Δημήτριος Γούναρης και ο Ιωάννης Μεταξάς12. Σημείωσε βραχύβιες επιτυχίες αυτό το διάστημα (κυβερνήσεις Γούναρη το 1920-1922, στρατιωτικά κινήματα), και κατόπιν κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή τη δεκαετία του 1930, όταν η κρίση του καπιταλισμού δυσχέρανε την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση και ο αντικομμουνισμός συσπείρωσε τους αστούς. Τη δεκαετία του 1940 έφτασε να περιλαμβάνει τον κορμό του Λαϊκού Κόμματος, τους επιγόνους του Μεταξά που κυριαρχούσαν στο στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας, και την Αυλή. Με την παγίωση, τότε, της εθνικοφροσύνης συντονίστηκαν ή και περιστασιακά ενώθηκαν πολιτικά οι πέντε τάσεις που αναφέραμε παραπάνω.
Άλλες όμως εξελίξεις της ίδιας περιόδου ωθούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ενώ οι νέες συνθήκες ευνόησαν ιδίως τη μοναρχική και τη μιλιταριστική ακροδεξιά, η συντηρητική ακροδεξιά γνώρισε σημαντικές ήττες. Τέτοια ήταν η αναγνώριση του εκλογικού δικαιώματος στους «αλλογενείς» και τους πρόσφυγες, που οριστικοποιήθηκε το 1923. Επιπλέον ο Διχασμός διέσπασε την πολιτική έκφραση της άκρας δεξιάς, οδηγώντας άλλα στελέχη της στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο και άλλα στο βενιζελικό. Το πιο σημαντικό πλήγμα όμως της κατάφερε η αγροτική μεταρρύθμιση, δηλαδή η διανομή των μεγάλων κτημάτων στους φτωχούς αγρότες, η πιο ριζοσπαστική σ’ όλη την Ευρώπη. Άμεσα κατέστρεψε μια ηγεμονική ομάδα της άκρας δεξιάς, τους γαιοκτήμονες, κι έμμεσα εκτόνωσε τις κοινωνικές πιέσεις που σ’ άλλες χώρες ευνόησαν την εξάπλωση της ριζοσπαστικής αριστεράς, η οποία με τη σειρά της συχνά διευκόλυνε την άνοδο της άκρας δεξιάς.
Ανάμεσα στους διανοούμενούς της άκρας δεξιάς τον Μεσοπόλεμο ξεχώριζαν, στους αντιβενιζελικούς, ο κοινοτιστής Κωστής Καραβίδας και οι πανεπιστημιακοί που συνδέονταν με το Αρχείον Φιλοσοφίας. Αυταρχικές τάσεις εξαπλώθηκαν και στον χώρο των αντιμοναρχικών βενιζελικών, που περιλάμβανε δίπλα σε ισχυρούς πολιτικούς και δημόσιους διανοούμενους που υπερασπίζονταν τον αυταρχισμό ή και τον ίδιο τον φασισμό (Νικόλαος Πλαστήρας, Γεώργιος Κονδύλης, Θεόδωρος Πάγκαλος, Στυλιανός Γονατάς, Γεώργιος Φραγκούδης, Σπύρος Μελάς, αρκετοί συνεργάτες του Αρχείου Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών) και φασιστικές μαζικές οργανώσεις· για παράδειγμα, η εθνικοσοσιαλιστική Εθνική Ένωσις Ελλάς με βενιζελικούς συνδεόταν κυρίως.
Μια σημαντική διαφορά μεταξύ του βενιζελικού και του αντιβενιζελικού χώρου ήταν ότι ο πρώτος στο σύνολό του υπερασπιζόταν τη βασική δημοκρατικής κατεύθυνσης αλλαγή εκείνης της εποχής, δηλαδή την αγροτική μεταρρύθμιση. Κάποιες αναλύσεις παρουσιάζουν ωστόσο τον Μεσοπόλεμο σαν να ήταν μια μάχη μεταξύ φωτός (το «εκσυγχρονιστικό» και αστικό Κόμμα Φιλελευθέρων) και σκότους (δηλαδή οι αντιεκσυγχρονιστές και κρατικοδίαιτοι μικροαστοί που θυμιάτιζαν τον αντιβενιζελισμό)13. Δεν αποδίδουν, νομίζω, την πραγματικότητα. Τα δυο πολιτικά στρατόπεδα του Διχασμού, διαμορφωμένα σε συγκυριακή βάση, δεν είχαν ούτε ιδεολογική συνοχή στο εσωτερικό τους ούτε σαφείς ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους. Και τα δυο περιλάμβαναν φιλελεύθερες, αυταρχικές και ακροδεξιές πτέρυγες, αν και άνισα μοιρασμένες. Για παράδειγμα, η βενιζελική παράταξη πρωτοστάτησε όχι μόνο στις ανεπαρκέστατες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις, αλλά και στις επιθέσεις εναντίον των δημοκρατικών θεσμών· οργάνωσε τα επτά από τα οχτώ σημαντικά στρατιωτικά κινήματα ανάμεσα στην Επανάσταση του 1922 και το φιάσκο του Βενιζέλου και του Πλαστήρα το 193514. Η αυταρχική της ροπή όμως δεν αποτύπωνε κάποιες αχαλίνωτες εξουσιαστικές κλίσεις των Φιλελευθέρων, αλλ’ απλώς την κυριαρχία τους στο στράτευμα· τα ίδια έκαναν, με τη σειρά τους όταν επικράτησαν, και οι αντίπαλοί τους –πρώτα οι τέως βενιζελικοί Κονδύλης και Χατζηκυριάκος, κι έπειτα ο Γεώργιος και ο Μεταξάς. Όλοι αυτοί, καθώς και τα αστικά συμφέροντα τα οποία εξέφραζαν, με τις επιλογές τους εμπόδισαν την Ελλάδα να μπει στη μοιραία δεκαετία του 1940 μ’ έναν ανεκτό βαθμό πολιτικής νομιμοποίησης και κοινωνικής προόδου.
Η ευρωπαϊκή διάσταση της ανάπτυξης του ελληνικού φασισμού αποτυπώνεται σ’ ένα ζήτημα περιοδολόγησης. Συνήθως όταν μιλάμε για ακροδεξιά στον Μεσοπόλεμο αναφερόμαστε στον Μεταξά και στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936. Ωστόσο η κρίσιμη χρονιά, στην οποία οι ακροδεξιοί και των δυο στρατοπέδων απέσπασαν την πρωτοβουλία κινήσεων από τους οπαδούς του κοινοβουλευτισμού, ήταν το 1933. Το πολιτικό σύστημα είχε αποσταθεροποιηθεί από την προηγούμενη χρονιά, με τη μεγάλη οικονομική κρίση που εκτροχίασε το αναπτυξιακό πρόγραμμα των Φιλελευθέρων. Κατόπιν η λαϊκή δυσφορία ενίσχυσε αφενός την αριστερά και αφετέρου τους αντιβενιζελικούς, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει στη βενιζελική παράταξη έντονος φόβος για την απώλεια της εξουσίας. Σύντομα επικράτησαν οι αυταρχικές της τάσεις, που εκφράζονταν από στρατιωτικούς όπως ο Γονατάς και ο Πλαστήρας, αλλά και από ισχυρούς πολιτικούς και διανοούμενους όπως ο Μαρής και ο Φραγκούδης. Το 1933 ο Βενιζέλος έδωσε αλλεπάλληλα δείγματα ωμού κυβερνητικού αυταρχισμού, και το βράδυ των εκλογών, μόλις αντιλήφθηκε πως θα τις έχανε, στήριξε ένα ανοργάνωτο πραξικόπημα του Πλαστήρα. Ακολούθησε η απόπειρα δολοφονίας του από μια δυναμική ομάδα ακροδεξιών αντιπάλων που είχαν την κάλυψη κυβερνητικών κέντρων.
Οι εξελίξεις αυτές διευκολύνθηκαν από την άνοδο του Χίτλερ στην Γερμανία το 1933 και την εξάπλωση σ’ ολόκληρη την Ευρώπη του φασισμού, ο οποίος έμοιαζε να δικαιώνει τους αστούς που ήθελαν δυναμική αντιμετώπιση της κοινωνικής αμφισβήτησης. Παρ’ όλη την αντικαπιταλιστική ρητορική τους, μια σταθερά των φασιστικών κινημάτων και καθεστώτων ήταν η πάταξη της αριστεράς, που συχνά συνοδευόταν από μέτρα για την ενσωμάτωση ενός μέρους των λαϊκών τάξεων. Στην Ιταλία η επικράτηση του φασισμού συνοδεύτηκε από την απαγόρευση της δράσης όλων των κομμάτων της αριστεράς, την απομάκρυνση των οπαδών της από τους κρατικούς θεσμούς και την καταστροφή του ανεξάρτητου συνδικαλισμού· αποτέλεσμα ήταν η ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, και η κατάργηση των προηγούμενων συνδικαλιστικών κατακτήσεων, όπως ήταν το οκτάωρο. Στη Γερμανία ο Χίτλερ αμέσως μετά τις εκλογές του 1933 συνέλαβε σύσσωμη τη συνδικαλιστική ηγεσία, κατάργησε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και απαγόρευσε τις απεργίες. Και τα δυο καθεστώτα έδωσαν στους επιχειρηματίες τα προνόμια που αυτοί απολάμβαναν προτού αρχίσει να εφαρμόζεται η προστατευτική εργατική νομοθεσία, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των συντηρητικών και των αστών, μολονότι τούς αφαίρεσαν την πολιτική εξουσία.
Στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το 1932, οι φασίζουσες μερίδες των δυο αστικών στρατοπέδων δυνάμωσαν, ώσπου η αντιβενιζελική προχώρησε στην κατάλυση της πολιτικής δημοκρατίας και την οικοδόμηση αυταρχικών καθεστώτων προσανατολισμένων στο πρότυπο του ιταλικού φασισμού, μολονότι δεν κατόρθωσαν πάντοτε να το μιμηθούν. Αυτό είχε αλυσιδωτές συνέπειες. Οι κυβερνήσεις του Κονδύλη το 1935 και του Μεταξά το 1936-1941 σήμαναν έναν θρίαμβο της ακροδεξιάς που οδήγησε κατευθείαν στην κοινωνική πόλωση και την κατάρρευση του κράτους τον καιρό της Κατοχής. Η μοναρχία παλινορθώθηκε. Το κοινοβούλιο περιθωριοποιήθηκε, γελοιοποιήθηκε και σύντομα καταργήθηκε. Ο στρατός, ο κυριότερος πλέον μηχανισμός εξουσίας, πέρασε στα χέρια της αντιβενιζελικής άκρας δεξιάς· το ίδιο συνέβη, αλλά με πιο αργούς ρυθμούς, με τη χωροφυλακή και την αστυνομία. Η δικαστική εξουσία, που μετά τις αντιβενιζελικές εκκαθαρίσεις του 1935 είχε και αυτή γίνει προπύργιο της δεξιάς, το 1939 πέρασε στον άμεσο έλεγχο του μεταξικού καθεστώτος15. Ο αυταρχικός και καταπιεστικός κρατικός μηχανισμός της μεταξικής δικτατορίας διατηρήθηκε, με ελάχιστες αλλαγές στην κορυφή, τον καιρό της Κατοχής16. Αλλά η άκρα δεξιά κυριάρχησε μεταξύ των αστών και ιδεολογικά. Ακόμη και στελέχη που αργότερα παρουσιάζονταν σαν φάροι της δημοκρατίας, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, εκείνη την εποχή ερωτοτροπούσαν μ’ έναν ακραίο αντιδημοκρατικό συντηρητισμό που πρακτικά επαγόταν ακροδεξιές προτάσεις.
Οι μεσοπολεμικές κυβερνήσεις της άκρας δεξιάς, ακόμη και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δεν δημιούργησαν καμιά σχετικά ολοκληρωμένη μορφή φασισμού, επειδή δεν μπόρεσαν μάλλον παρά επειδή δεν το θέλησαν17. Από την άλλη πλευρά όμως βοήθησαν να ριζώσει ο φασισμός μεταξύ των αστών τον Μεσοπόλεμο κι έπειτα να μετατραπεί σε μαζικό κίνημα τη δεκαετία του 1940, το οποίο άφησε τη σφραγίδα του με ποικίλους τρόπους και σε πολλά πεδία. Η κληρονομιά του μάλιστα εκφράστηκε ιδεολογικά με την περιβόητη εθνικοφροσύνη, κοινό δημιούργημα της συντηρητικής και της φασιστικής μερίδας της ελληνικής δεξιάς, που κυριάρχησε ως το 1974 κι εξακολουθεί ως σήμερα να επηρεάζει ιδίως τις βόρειες περιοχές της χώρας.
2. Η ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ
Στη δικτατορία της Τετάρτης Αυγούστου
οι εσωτερικές ανακατατάξεις στην άκρα δεξιά συνεχίστηκαν. H αποτυχία του
καθεστώτος να βελτιώσει τη δημόσια διοίκηση ή το βιοτικό επίπεδο των
μαζών, καθώς και η αδυναμία του ν’ αντιμετωπίσει τις οικονομικές
δυσκολίες της πολεμικής προσπάθειας το 1940-41, σήμαναν την κατάρρευση
του φιλομοναρχικού παραδοσιακού συντηρητισμού, που ενίσχυσε την άνοδο
του φασισμού. Στην ίδια κατεύθυνση ωθούσε και ο συναγερμός που κήρυξαν
οι αστοί εναντίον της αριστεράς. Με τη δημιουργία της εθνικοφροσύνης,
όπως είπαμε, συντονίστηκαν ή και ενώθηκαν πολιτικά οι πέντε ακροδεξιές
τάσεις που αναφέραμε παραπάνω, οι οποίες ως το 1940 έμεναν χωριστές και
περιστασιακά ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Πολύ σχηματικά, θα μπορούσαμε
να πούμε ότι η κατάρρευση του παραδοσιακού συντηρητισμού μέσα στην
κοινωνική πόλωση της Κατοχής βοήθησε την άνοδο του φασισμού.Το αστικό στρατόπεδο, που τη δεκαετία του 1940 κάλυπτε όλο το χώρο από τους επιγόνους των Φιλελευθέρων ως την άκρα δεξιά, ήταν εντελώς ανομοιογενές. Οι μερίδες του είχαν συνταχθεί με αντίθετες πλευρές σε μια παγκόσμια σύρραξη με διακηρυγμένη και ισχυρή ιδεολογική διάσταση –φασισμός εναντίον δημοκρατίας. Έπειτα, συγκρούονταν και στο φλέγον εγχώριο πολιτειακό ζήτημα -μοναρχία εναντίον αβασίλευτης δημοκρατίας. Τέλος, διαφωνούσαν για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να κατασταλεί η αριστερά, δηλαδή η απειλή που τις κρατούσε ενωμένες. Οι μόνες πάγιες κοινές αναφορές τους, που όσο ανεπαρκείς και αν ήταν τελικά στήριξαν μια κοινή ιδεολογική ταυτότητα, ήταν στον αστικό κόσμο, στο έθνος και την πατροπαράδοτη θρησκεία και στον πολυθρύλητο αντικομμουνισμό. Ο τελευταίος, βέβαια, στην πραγματικότητα σήμαινε γενικότερη εναντίωση στις μεταρρυθμίσεις που επαγγελλόταν το ΕΑΜ και πρακτικά στις συγκεκριμένες συνθήκες απέκλειε τη δημοκρατία.
Η άκρα δεξιά δεν είχε πρόβλημα να το παραδεχτεί αυτό, αλλά άλλες μερίδες του εθνικόφρονος στρατοπέδου είχαν, το ίδιο και οι ξένοι προστάτες του. Έτσι κυριάρχησε μεταπολεμικά σε μια διπλή λαθροχειρία, γενεσιουργός σύγχυσης. Από τη μια μεριά φιλελεύθερων καταβολών πολιτικοί, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Νικόλαος Πλαστήρας, καλλιεργούσαν ψευδαισθήσεις συναινετικών προθέσεων κι επικαλούνταν τις δημοκρατικές αξίες, ενώ συγχρόνως υπονόμευαν τη δημοκρατική προοπτική και μεθόδευαν την εσωτερική ρήξη· από την άλλη, φασίστες και συντηρητικοί ακροδεξιοί που είχαν στελεχώσει τα καθεστώτα του Μεταξά και των δωσιλόγων, από τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη ως τον Γεώργιο Γρίβα, και στη διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκαν σε τοπικής εμβέλειας ομάδες, στην πρωτεύουσα όσο και στην επαρχία, επέμεναν στους προηγούμενους λόγους και πρακτικές τους. Πάνω απ’ όλα συνέχιζαν να καταδιώκουν απηνώς την αριστερά, προσέχοντας απλώς να προσαρμόζουν περιστασιακά την εικόνα τους στα νέα δεδομένα18. Τη σύγχυση επέτειναν συντηρητικοί διανοούμενοι, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που κατάγγελλε συλλήβδην τα «πολιτικά κινήματα βασισμένα στην οχλοκρατική ψύχωση που διείπε τον εθνικοσοσιαλισμό, τον φασισμό της Δεξιάς και τον φασισμό της Αριστεράς»19. Επιβάλλεται λοιπόν η αδιάκοπη αντιπαραβολή λόγων και έργων, ρητορείας και πρακτικής, πολιτικών δηλώσεων και πλαισίου αναφοράς τους, προκειμένου να χαρακτηριστούν σωστά οι δυνάμεις που συνέπηξαν το αστικό στρατόπεδο.
Σε μεγάλο βαθμό η συνοχή του αντιδραστικού στρατοπέδου εξασφαλίστηκε από το ιδεολόγημα της εθνικοφροσύνης. Ο εθνικισμός ήταν η κοινή ιδεολογική σταθερά των συντηρητικών και των φασιστών. Ήταν ιδεολόγημα με την έννοια ότι χρησιμοποιούνταν για να συσκοτίζει μάλλον παρά για να διαυγάζει την πραγματικότητα. Όπως εύστοχα επισημάνθηκε, “η αφηρημένη επίκληση του έθνους ταίριαζε με την προστασία τοπικών κοινωνικών ιεραρχιών και δομών στην ύπαιθρο και τις μικρές πόλεις, ακόμη και σε συνεργασία με τους κατακτητές και τα όργανά τους”20. Φυσικά η σημασία του ιδεολογήματος αυτού υποβαθμίζεται από την «μεταναθεωρητική», όπως την χαρακτηρίζει ο Τάσος Κωστόπουλος, βιβλιογραφία, η οποία αποδίδει τη συνεργασία με τους κατακτητές σε ευκαιριακά αίτια και δέχεται εκ προοιμίου πως στην Ελλάδα δεν υπήρξε φασιστικό κίνημα21. Ωστόσο αυτό το κίνημα υπήρξε, με κυριότερους φορείς την οργάνωση Χ του Γεώργιου Γρίβα, κάτι δηλαδή σαν τη Χρυσή Αυγή της Κατοχής, κι έπειτα τα διαβόητα Τάγματα Ασφαλείας. Βασικός λόγος για την ανάπτυξή του ήταν η παράλληλη άνοδος της αριστεράς, η οποία, σε συνδυασμό με τις νίκες του Κόκκινου Στρατού, δημιούργησε σε αστούς και μικροαστούς φόβους ανάλογους εκείνων που είχαν παλιότερα γεννήσει η ανάπτυξη των σοσιαλιστικών κινημάτων και η Ρωσική Επανάσταση. Η βραχύβια κυριαρχία του ΕΑΜ στις επαρχίες, αμέσως μετά την απελευθέρωση, πυροδότησε ακόμη πιο αντιδραστικές ψυχώσεις.
Η ιδεολογική ομοφωνία ανάμεσα στο πλέγμα εξουσίας και την κυρίαρχη μερίδα των ελλήνων αστών, με άξονα την εθνικοφροσύνη, δεν συνεπαγόταν όμως πως είχαν και κάποια κοινή στρατηγική για ν’ αντιμετωπίσουν την κρίση της δεκαετίας του 1940. Ταλαντεύτηκαν ανάμεσα σε δυο διαφορετικές στρατηγικές αποκατάστασης της απειλούμενης από το ΕΑΜ κυριαρχίας τους, τις οποίες μπορούμε συντομογραφικά να ονομάσουμε -η συντηρητική και η φασιστική. Και οι δυο αναγνώριζαν ότι στις νέες συνθήκες κοινωνικής πόλωσης και πολιτικής κινητοποίησης ήταν αδύνατο να νικήσουν την αριστερά με τα σχετικά απλά μέσα που είχαν χρησιμοποιήσει στο Μεσοπόλεμο, αλλά εκτιμούσαν διαφορετικά τους τρόπους με τους οποίους θα την αντιμετώπιζαν. Η συντηρητική στρατηγική επιδίωκε την αποκινητοποίηση του λαού κι έδινε προτεραιότητα στη σύμπλευση με τις αγγλοσαξωνικές δυνάμεις· στηριζόταν, χονδρικά, στην ξένη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Αντίθετα η φασιστική στρατηγική ήθελε να στηριχθεί κυρίως σ’ εγχώριες δυνάμεις και να κινητοποιήσει ενάντια στην αριστερά, προβάλλοντας συνθήματα για την προάσπιση της ιδιοκτησίας και τη Μεγάλη Ελλάδα, τα κοινωνικά στρώματα των προνομιούχων και όσων άλλων είχαν επωφεληθεί από την Κατοχή. Ο Παπάγος και ο Γρίβας ήταν οι εμβληματικές μορφές των δυο αυτών στρατηγικών. Εννοείται πως εκείνη που εκτίμησε πιο σωστά τις περιστάσεις, και τελικά επικράτησε, ήταν η πρώτη22.
Αυτές οι δυο στρατηγικές ήταν συμπληρωματικές μεταξύ τους μάλλον παρά αντίπαλες. Η φασιστική τρομοκρατία, που εξαπέλυαν οι υποστηρικτές των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Χ, λύση ανάγκης το 1944-1946, ήταν φτηνή και πρόχειρη, αλλά από την άλλη μεριά περιορισμένων προοπτικών· ριψοκίνδυνη, αβέβαιης έκβασης, ελάχιστες υποσχέσεις σταθερότητας έδινε, και η τρέχουσα Δυτική ρητορεία του αντιφασισμού δεν την ευνοούσε. Χρήσιμη στην αρχή μιας γενικής επίθεσης κατά της αριστεράς, ώστε να τσακίσει τις δυνάμεις της είτε να τις αναγκάσει να βγουν στην παρανομία, είχε μειωμένη αποδοτικότητα όσο πλησίαζε το τέλος της παρτίδας και το κυρίαρχο συγκρότημα εξασφάλιζε τους αμερικανικούς πόρους που δεν διαφαίνονταν στην αρχή. Γιατί ο άλλος δρόμος, να τσακιστεί η αριστερά από το συντεταγμένο κράτος, αφενός δεν έδινε λύση στο πρόβλημα του εξοβελισμού της από την εθνική πολιτική, που ήταν αναγκαία προκαταρκτική διαδικασία, και αφετέρου απαιτούσε ισχυρή και σταθερή εξωτερική υποστήριξη, που οι βρετανοί δεν μπορούσαν να δώσουν και τελικά εξασφαλίστηκε μόνο χάρη στις ευρύτερες στρατηγικές επιλογές της πανίσχυρης υπερατλαντικής αυτοκρατορίας.
Η πρώτη πραγματική μαζικοποίηση του φασισμού στην Ελλάδα σημειώθηκε το 1944, με τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας από τους γερμανούς και την κυβέρνηση Ράλλη. Μολονότι στον τρέχοντα πολιτικό ρόλο αυτά τα ημιάτακτα σώματα, διαβόητα για τις αγριότητές τους, συχνά χαρακτηρίζονταν φασιστικά, η σύγχρονη έρευνα συνήθως αποφεύγει να τα επιβαρύνει με τέτοια επίθετα. Για να σταθώ σε ένα μόνο παράδειγμα, σε περισσότερες από τετρακόσιες σελίδες ένας πρόσφατος μελετητής τους αποφεύγει να ερευνήσει συστηματικά την πολιτική φυσιογνωμία τους· αναφέρεται στην παρουσία «εθνικοσοσιαλιστών» στις τάξεις τους, αλλά περισσότερο τονίζει την ανομοιογενή προέλευση των μελών τους23.
Ωστόσο το ερώτημα που πρέπει ν’ απαντηθεί όσον αφορά την πολιτική τους ταυτότητα δεν είναι το αν τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν φασιστικά, αλλά το αν και γιατί ενδεχομένως θα μπορούσαν να μην ήταν φασιστικά. Πολύ απλά, το βάρος της απόδειξης δεν πέφτει σ’ αυτούς που δέχονται ότι ήταν πράγματι φασιστικές τούτες οι παραστρατιωτικές οργανώσεις –δημιουργημένες με πρότυπο τις φασιστικές ομάδες κρούσης, εξαρχής στρατευμένες στον αγώνα του ναζισμού, εξοπλισμένες από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής και πάγιοι συνεργάτες τους στην εξόντωση των κοινών εχθρών, ομάδες δηλαδή που εφάρμοζαν τη φασιστική στρατηγική, δρούσαν με χαρακτηριστικούς τρόπους των φασιστικών ομάδων και, έχοντας υιοθετήσει τους συμβολισμούς και τη φρασεολογία του φασισμού, ως φασιστικές καταγγέλθηκαν τον καιρό της δόξας τους. Πέφτει μάλλον σ’ εκείνους που θέλουν να υποστηρίξουν ότι όλα αυτά ήταν απλώς παραπλανητικά επιφαινόμενα, τα οποία συγκάλυπταν μια διαφορετική ουσιαστική ταυτότητα των ταγματασφαλιτών.
Όσοι επιδιώκουν κάτι τέτοιο συνήθως χρησιμοποιούν ορισμούς του φασισμού εστιασμένους σε πολιτισμικά ή ουσιοκρατικά ή ιδεολογικά χαρακτηριστικά του, τα οποία δεν μπορούν άμεσα να συνδεθούν με το φαινόμενο του ταγματασφαλιτισμού, ή ανάγουν τη στράτευση των ταγματασφαλιτών κατεξοχήν σε συγκυριακά ή προσωπικά αίτια24. Η πιο συνηθισμένη τακτική τους πάντως είναι να παρασιωπούν την πολιτική ταυτότητα αυτών των σχηματισμών, και να εστιάζουν την προσοχή τους σε ανθρώπινες πλευρές της ιστορίας τους.
Στην πραγματικότητα όμως τα αίτια της ακροδεξιάς βίας στην Κατοχή ήταν πολιτικά. Οι καπιταλιστές και οι ωφελημένοι της Κατοχής δρομολόγησαν τη ματαίωση του δημοκρατικού προγράμματος της αριστεράς μέσα από μια προληπτική αντεπανάσταση. Δεν διέθεταν όμως τη βασική δύναμη που θα μπορούσε να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο έργο με τις μεθόδους των συντηρητικών καθεστώτων –τον τακτικό στρατό. Επομένως, ήταν μονόδρομος γι’ αυτούς η χρήση μεθόδων μαζικής κινητοποίησης που ήταν χαρακτηριστικές του φασισμού, και συχνά ακόμη και των ιδεολογημάτων του. Συνοπτικά, στο μέτρο που η δεξιά το 1943-44 αντιτασσόταν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας δεν μπορούσε παρά να είναι άκρα δεξιά, και στο μέτρο που προσπαθούσε να το κάνει αυτό με μεθόδους όχι κρατικής επιβολής αλλά μαζικής κινητοποίησης δεν μπορούσε παρά να είναι φασιστική και όχι συντηρητική άκρα δεξιά. Ένα κομμάτι της δεν είχε δυσκολία να το παραδεχτεί αυτό. Όργανά τούτης της προληπτικής αντεπανάστασης έγιναν τελικά μαζικές οργανώσεις όπως τα Τάγματα Ασφαλείας και τα αντιεαμικά αντάρτικα σώματα του ΕΔΕΣ, καθώς και παραστρατιωτικές ομάδες όπως η Χ και η ΡΑΝ· η αντίσταση όλων αυτών στον κατακτητή, ακόμη και όταν διακηρυσσόταν, ήταν απλώς προσχηματική.
Τον καιρό της Κατοχής αναδιοργανώθηκε και η μιλιταριστική ακροδεξιά. Ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ) ήταν η γνωστότερη μεταπολεμικά μυστική οργάνωση στρατιωτικών, αλλά δεν ήταν η πρώτη που φτιάχτηκε. Πρόδρομός του ήταν ο Σύνδεσμος Αξιωματικών Νέων (ΣΑΝ), ο οποίος είχε στηθεί στα στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής από νεαρούς μοναρχικούς απόφοιτους της Σχολής Ευελπίδων. Μολονότι συνδεόταν με υψηλόβαθμους, διοικούνταν από μια επιτροπή παιδιών της Τετάρτης Αυγούστου η οποία λειτουργούσε συλλογικά. Η δράση του ήταν γνωστή στους βρετανούς, οι οποίοι άλλοτε την βοηθούσαν και άλλοτε απλώς την ανέχονταν.
Μετά την απελευθέρωση, στελέχη του ΣΑΝ σχημάτισαν τον ΙΔΕΑ. Οι σκοποί του νέου μυστικού φορέα λίγο πολύ ταυτίζονταν με του ΣΑΝ, ενώ οι οργανωτικές μέθοδοί του έγιναν ακόμη πιο συνωμοτικές. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας προσχώρησαν σ’ αυτόν εκατοντάδες αξιωματικοί, και στήθηκαν «δέσμες» σ’ όλα σχεδόν τα στρατιωτικά συγκροτήματα που βρίσκονταν στην Αθήνα25. Μετά τις εκλογές του 1946 ο ΙΔΕΑ έφτασε τα χίλια μέλη και η επιρροή του αυξήθηκε κατακόρυφα καθώς ο νέος υπουργός Στρατιωτικών, που συνδεόταν μαζί του26, τοποθέτησε μέλη του σ’ όλες τις καίριες θέσεις του υπουργείου.
Οι ιδεολογικές και πολιτισμικές αξίες του ΣΑΝ και του ΙΔΕΑ γενικά δεν διέφεραν από εκείνες της υπόλοιπης ελληνικής ακροδεξιάς, πέρα από την αναμενόμενή τους έμφαση στις στρατιωτικές αρετές. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, φυλή, αίμα και δόξα27. Κεντρικό στοιχείο πάντως των αντιλήψεών τους ήταν η άρνηση της δημοκρατίας, η οποία πρακτικά μεταφραζόταν στην απόρριψη κάθε καθεστώτος που άφηνε έστω κι ελάχιστο χώρο στην αριστερά. Τα στελέχη του ΙΔΕΑ προετοιμάζονταν για τη σύγκρουση με το ΕΑΜ ήδη από τον καιρό της Κατοχής.
Όσο και αν φαίνεται περίεργο, αφού μιλάμε για την επαύριο της συντριπτικής ήττας του Άξονα, ισχυροί παράγοντες ευνοούσαν τότε στην Ελλάδα την άνοδο του φασισμού. Από τη σκοπιά των δεξιών πρώτα πρώτα, η συντηρητική στρατηγική για τη διατήρηση της κυριαρχίας τους, που επαγόταν τη στήριξη στους βρετανούς –και κατόπιν στις ΗΠΑ- είχε πρακτικά μειονεκτήματα: ματαίωση των αλυτρωτικών αξιώσεων στην Κύπρο, και περιορισμούς στον πόλεμο εξόντωσης της αριστεράς οι οποίοι αποτύπωναν την ανάγκη προστασίας της διεθνούς εικόνας της Δύσης. Η κατάσταση αυτή διευκόλυνε την ανάδυση πανίσχυρων πολιτικών παθών, τα οποία σύντομα κρυσταλλώθηκαν στην εθνικοφροσύνη κι έτρεφαν και αυτά με τη σειρά τους την άνοδο του φασισμού: μια γενική αίσθηση δυσφορίας γεννημένη από τα τραύματα που έπληξαν την εθνική υπερηφάνεια τη δεκαετία του 1940, με τη Μεγάλη Ιδέα πια εντελώς ανεδαφική, καθώς η Ελλάδα από επίδοξος πυρήνας μιας αυριανής αυτοκρατορίας είχε οριστικά γίνει μια τρίτης τάξης δύναμη· οργή μπροστά στον σποραδικό περιορισμό, από τους ξένους πάτρωνες, της βίαιης καθυπόταξης των αριστερών που είχαν τόσο πρόσφατα απειλήσει την κοινωνική τάξη πραγμάτων· περιδεής αναλογισμός των ορίων της αγγλοσαξωνικής γενναιοδωρίας και των μελλοντικών σχεδίων της ύπουλης Αλβιόνας και, τελικά, οι κάθε λογής ανασφάλειες τις οποίες επαγόταν η εξάρτηση. Ωστόσο η προσπάθεια των φασιστών να πάρουν την εξουσία απέτυχε. Δεν την ευνοούσε το διεθνές πλαίσιο, και την υπονόμευσαν δυο σημαντικοί παράγοντες. Αφενός η πολυδιάσπασή τους και οι περιορισμένες πολιτικές δεξιότητες του κυριότερου ηγέτη τους, του Γρίβα, και αφετέρου η αμφίρροπη πολιτική των εξωτερικών συμμάχων, η οποία ενίσχυσε τους συντηρητικούς στρατοκράτες και τελικά πόνταρε στον Παπάγο.
Αφού όμως οι έλληνες αστοί, που είχαν συσπειρωθεί στην άκρα δεξιά, τσάκισαν με τους Χίτες την αριστερά το 1945, το 1946 την είδαν να ξαναγεννιέται μέσα από την αντίδραση στην κοινωνική πόλωση και τη Λευκή Τρομοκρατία. Τελικά ολοκλήρωσαν την παλινόρθωση με τα συντηρητικά μέσα του τακτικού πολέμου και της σταθεροποίησης ενός αυταρχικού καθεστώτος, και όχι με τη μαζική κινητοποίηση, τη ριζική εξολόθρευση της αριστεράς και το φασιστικό καθεστώς που προτιμούσε ο Γρίβας. Ωστόσο η τακτική επιλογή πιο συντηρητικών μέσων για να επιβληθεί το αντιδημοκρατικό πρόγραμμα της άκρας δεξιάς οφειλόταν στην αποτυχία της μαζικής κινητοποίησής της και στις εξωτερικές πιέσεις, και δεν επαγόταν οποιαδήποτε σαφή αποκήρυξη της εναλλακτικής λύσης του φασισμού ή την απομάκρυνση από το πνεύμα της ακραίας εθνικοφροσύνης.
Ο Εμφύλιος του 1946-194928 διεξάχθηκε κυρίως από τον τακτικό στρατό, τη στρατιωτικοποιημένη χωροφυλακή, τη λεγόμενη δικαιοσύνη και τους άλλους μηχανισμούς του συντεταγμένου κράτους. Και διεξάχθηκε με σχετικά συγκρατημένο τρόπο, τον οποίο υπαγόρευε η ευρύτερη ανάγκη της Δύσης στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, να μη δίνονται ερείσματα στη διεθνή αριστερά. Τούτη η επιλογή προκάλεσε δυσφορία στους έλληνες φασίστες, αλλά και σε πολλούς συντηρητικούς, που την οίκτιραν, μαζί με την προσωρινή υποστολή των επεκτατικών σχεδίων, σαν ανεύθυνη αυτοσυγκράτηση κι επίδειξη δουλοπρέπειας στους «ξένους».
Στο μεταξύ το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης μεταβλήθηκε. Οι αμερικανοί, που από το 1947 χρηματοδοτούσαν πλέον το κράτος και πρακτικά το έλεγχαν, αντιλαμβάνονται την Ελλάδα ως πεδίο δοκιμών για τις παγκόσμιας χρήσης τακτικές αντεπανάστασης τις οποίες απαιτεί πλέον ο αυτοκρατορικός τους ρόλος. Με τα τεράστια μέσα που διαθέτουν αφενός κατορθώνουν ν’ ασκήσουν αποτελεσματική πίεση στο κυβερνητικό στρατόπεδο, αφετέρου δίνουν ισχυρή ώθηση στο συντηρητικό σχέδιο κι εκ των πραγμάτων κάνουν να παραγκωνιστεί το φασιστικό.
Ακόμη και τότε η άκρα δεξιά πάντως δεν βρέθηκε ακριβώς στο περιθώριο. Στο σύστημα που λειτούργησε από το 1946 ως τη δεκαετία του 1960 οι εκλεγμένοι πολιτικοί αποτελούσαν έναν μόνον από τους πόλους της εξουσίας και όχι τον κυριότερο –οι «σύμμαχοι», ο θρόνος και ο στρατός έπαιζαν σαφώς σημαντικότερο ρόλο. Η ενσωμάτωση των φασιστών στον κρατικό μηχανισμό συνεχίστηκε29. Ωστόσο οι παραστρατιωτικές και παρακρατικές ομάδες δεν διώχτηκαν· αντίθετα συνέχισαν τις αγριότητές τους, αναλαμβάνοντας επίσης επικουρικούς ρόλους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις30.
3. Η ΑΚΡΑ ΔΕΞΙΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΥ, 1950-1974
Η συντριβή της αριστεράς στον Εμφύλιο
και, σε διεθνές επίπεδο, η παγίωση των στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου,
σηματοδοτούν καθώς περνά η δεκαετία του 1950 τη βαθμιαία υποκατάσταση
της άκρας από τη μετριοπαθή δεξιά στους κρατικούς θεσμούς, και την
αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων με λιγότερο αυταρχικούς όρους. Η
άκρα δεξιά όμως δεν απομακρύνεται από το πλέγμα εξουσίας, απλά περνά
στο παρασκήνιο, και η πραγματική της ισχύς μετριέται όχι με ψήφους, αλλά
με την ευκολία με την οποία προωθεί το πρόγραμμά της. Συνεχίζει να
ελέγχει το στρατό και το παλάτι, ενώ διατηρεί άριστες σχέσεις και με τον
εξωτερικό παράγοντα· μόνο στο κοινοβούλιο η σημασία της μένει
περιορισμένη, αλλά και πάλι όχι ασήμαντη. Σε σημαντικά ζητήματα
εσωτερικής κι εξωτερικής πολιτικής –από το Κυπριακό ως τα όρια της
θεμιτής αντιπολίτευσης, που υπογραμμίζονται με τη δολοφονία του
Λαμπράκη- κατορθώνει να επιβάλει τις δικές της προτεραιότητες. Όταν η
αναπαραγωγή της συντηρητικής κυριαρχίας δυσκολεύει, για παράδειγμα με
την εκλογική άνοδο της ΕΔΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ή τη νίκη
της Ένωσης Κέντρου και τις μαζικές κινητοποιήσεις του 1963, ένα
σημαντικό κομμάτι του πλέγματος εξουσίας στηρίζει ξανά ακροδεξιές
λύσεις.Η χουντική επταετία 1967-1974 σημαίνει την κορύφωση της μεταπολεμικής επιρροής της άκρας δεξιάς και συνάμα την πολιτική αυτοκαταστροφή της. Όταν αισθάνεται ότι ελέγχει τις εξελίξεις και μπορεί να κινηθεί όπως η ίδια θέλει, η χούντα κάνει αλλεπάλληλα λάθη, που αποδεικνύονται εξίσου μοιραία με τις εσωτερικές της συγκρούσεις. Ως το 1974 λοιπόν αυτοκαταστρέφεται η επιρροή των τριών βασικών ερεισμάτων της άκρας δεξιάς –παλάτι, στρατός, αμερικανοί- και, μετά την τέταρτη εθνική καταστροφή που προκαλεί μέσα σε διάστημα μικρότερο του αιώνα, αναγκάζεται να επιστρέψει την κρατική εξουσία στους πολιτικούς.
Ήταν η χούντα των συνταγματαρχών φασιστική; Για ν’ απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, το οποίο επανέρχεται τακτικά στον δημόσιο λόγο, βρίσκω πιο πρόσφορη την προσέγγιση του Ρόμπερτ Πάξτον, στην οποία αναφερθήκαμε νωρίτερα. Αυτή δεν εστιάζει την προσοχή της στα πολιτισμικά ή ιδεολογικά χαρακτηριστικά του φασισμού, αλλά στις ιστορικές διαδικασίες και τις πολιτικές επιλογές οι οποίες τον διαμορφώνουν. Εξετάζοντας συγκριτικά την ιστορική τροχιά των φασιστικών κινημάτων και καθεστώτων προσπαθεί να δει «τον φασισμό σε δράση», ως μια σειρά διαδικασιών που εκτυλίσσονται ιστορικά, και παρακολουθεί τις πρωτεϊκές του μεταλλάξεις καθώς αυτός προσαρμόζεται – ή άλλοτε αποτυχαίνει να προσαρμοστεί - για να καταλάβει τον διαθέσιμο πολιτικό χώρο. Γι’ αυτή την προσέγγιση ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία, επειδή τροποποιεί ή παραβιάζει κατά βούληση τις ιδέες τις οποίες επαγγέλλεται. Ο Πάξτον ορίζει τον φασισμό ως μια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς, η οποία χαρακτηρίζεται από εμμονή στα μοτίβα της παρακμής, της ταπείνωσης ή της θυματοποίησης της εθνικής κοινότητας, και από την αντισταθμιστική λατρεία της ενότητας, της ενεργητικότητας και της καθαρότητας. Στα φασιστικά καθεστώτα ένα κόμμα με μαζική βάση στρατευμένων εθνικιστών και το οποίο συνεργάζεται με τις παραδοσιακές ελίτ, καταλύει τις δημοκρατικές ελευθερίες και προωθεί, χρησιμοποιώντας βία χωρίς ηθικούς ή νομικούς φραγμούς, τους στόχους της εσωτερικής εκκαθάρισης και της εξωτερικής επέκτασης31. Αυτός ο ορισμός μας δίνει μια βάση για να κρίνουμε αν το απριλιανό καθεστώς ήταν ή όχι φασιστικό.
Αρκετά από τα χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων που διακρίνει ο Πάξτον παρουσιάζονται στο καθεστώς της χούντας, αν και όχι πάντοτε σε καθαρή μορφή: κατάλυση του κράτους δικαίου και των μηχανισμών αντιπροσώπευσης του πολιτικού σώματος, προσπάθεια δημιουργίας «νέων» ανθρώπων που να είναι πολεμιστές και συνάμα πειθήνιοι υπήκοοι, έμφαση στον αθλητισμό και στη στρατιωτική εκπαίδευση των ανδρών, περιστολή της ιδιωτικής σφαίρας, της ελεύθερης σκέψης και των αυτόνομων ενώσεων της πολιτικής κοινωνίας, απαγόρευση των ελεύθερων συνδικάτων και των αριστερών κομμάτων, προβολή φόβων πολιτισμικού εκφυλισμού. Τα κινητήρια πάθη της σε μεγάλο βαθμό συμπίπτουν με κείνα του φασισμού. Στην οικονομική σφαίρα έχουμε βίαιη επιβολή των συμφερόντων των εργοδοτών, μολονότι κατά τα λοιπά η χούντα απλώς συνέχισε την προηγούμενη οικονομική πολιτική που επιδίωκε μια γοργή βιομηχανική ανάπτυξη στηριγμένη σε ξένα κεφάλαια. Ενώ όμως όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ανακαλούν μια κατάσταση γνωστή, στην Ελλάδα της χούντας δεν προωθήθηκαν με τον ζήλο που έδειξαν τα φασιστικά καθεστώτα κι εντέλει δεν δημιουργήθηκε καμιά ολοκληρωμένη μορφή φασισμού.
Σημαντικότερο όμως είναι ότι η χούντα στηρίχθηκε αποκλειστικά στο στρατό και στους πολιτικούς που θέλησαν να τη συνδράμουν, για λίγο καιρό και στο παλάτι, χωρίς ποτέ να δημιουργήσει μαζικό κόμμα, σαν τα φασιστικά κόμματα, το οποίο θα εξασφάλιζε στενότερο έλεγχο της πολιτικής διαδικασίας. Πρώτα πρώτα δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτε τέτοιο, καθώς δεν αντιμετώπιζε μαζική και δυναμική αντίσταση η οποία θ’ απαιτούσε, για ν’ αντιμετωπιστεί, μαζική κινητοποίηση και από τη δική της πλευρά. Είναι άλλωστε αμφίβολο αν θα μπορούσε να φτιάξει κόμμα, ακόμη και αν θα το ήθελε. Ο ίδιος ο στρατός, πάλι, δεν είχε τα μέσα να διαμορφώσει συγκροτημένη πολιτική, πόσο μάλλον να την επιβάλει στο πολιτικό σώμα με τρόπους ανάλογους ενός φασιστικού κόμματος. Ιδίως μετά τη ρήξη της με τον Κωνσταντίνο, που σήμανε και την απομάκρυνση πολλών παραδοσιακών πολιτικών, η χούντα αντιμετώπισε έλλειμμα νομιμοποίησης ακόμη και στον συντηρητικό αστικό χώρο. Μπορούσε να σταθεί όσο εξασφάλιζε οικονομική ανάπτυξη, αλλά η οικονομική κρίση το 1973 έκανε τη θέση της πολύ δύσκολη.
Δεύτερον, το απριλιανό καθεστώς βασίστηκε από αρχής μέχρι τέλους στη θερμή αμερικανική στήριξη, η οποία επίσης δεν ήθελε να ξεπεράσει κάποια όρια η εθνικιστική κινητοποίηση του πληθυσμού, που τείνει να γίνει ανεξέλεγκτη στον φασισμό. Μολονότι αλλού οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δυσκολεύτηκαν να στηρίξουν φασιστικά καθεστώτα, πάντως στην περίπτωση της Ελλάδας, δεδομένης της γειτνίασης με τη δυτική Ευρώπη όσο και με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, αλλά και των ανταγωνισμών με τη νατοϊκή σύμμαχο εξ ανατολών, χρειάζονταν ένα καθεστώς όχι απρόβλεπτο αλλά υποτακτικό, το οποίο δεν θα τις εξέθετε με επιδείξεις αυταρχισμού και αδιαλλαξίας, ούτε θα δημιουργούσε αχρείαστα διεθνή προβλήματα· με δυο λόγια, ένα συντηρητικό καθεστώς.
Όσον αφορά τώρα τον ιδεολογικό λόγο της χούντας. Αυτός στοιχειοθετούσε μια εκδοχή της περιβόητης εθνικοφροσύνης, την οποία δημιούργησαν από κοινού η συντηρητική και η φασιστική μερίδα της ελληνικής δεξιάς τη δεκαετία του 1940. Γενικότερα η ανάπτυξή της δεν αποτύπωνε τόσο εσωτερικές διεργασίες του ελληνικού χώρου, όπως οι προηγούμενες μορφές εθνικής ιδεολογίας, από τη Μεγάλη Ιδέα ως τον κωνσταντινισμό και τον βενιζελισμό, όσο τις ανάγκες της Ατλαντικής Συμμαχίας τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου. Η εθνικοφροσύνη εξαγγέλλεται από ομάδες που επικρατούν στηριγμένες σε ξένους πάτρωνες και καταστατικά θεμελιώνεται στην ένταξη της χώρας σε μια υπερεθνική συμμαχία. Επομένως ο εθνικισμός που επαγγέλλεται είναι ιδιαίτερου τύπου, κυριολεκτικά κάλπικος, στο μέτρο που ενώ επικαλείται το έθνος για ν’ αποκλείσει την αριστερά, ταυτόχρονα επικεντρώνει στην επίκληση όχι του έθνους, αλλά της «Ευρώπης» ή του «ελεύθερου κόσμου» (επί Κατοχής και Ψυχρού Πολέμου αντίστοιχα), ή ακόμη και της ίδιας της Αμερικής. Ο Παπαδόπουλος τουλάχιστον δεν το κρύβει: στην πρώτη του δημόσια εμφάνιση, τον Μάιο του 1967, σ’ ένα θέατρο του Πειραιά, δίνοντας το στίγμα της πολιτικής που θ’ ακολουθήσει, εξηγεί ότι ο αμερικανός πρόεδρος Τρούμαν είχε διαπιστώσει «την ανάγκην, να κηρύξη την επανάστασιν εις την εξωτερικήν πολιτικήν της Αμερικής και να σώση και την Ευρώπην και το Έθνος μας»32. Η κήρυξη της δικτατορίας δικαιολογείται λοιπόν, επίσημα και αμέσως, ως εξειδίκευση του Δόγματος Τρούμαν: “Υπάρχει ταυτότης σκοπών και ιδανικών μεταξύ του δόγματος Τρούμαν και της ιδικής μας Επαναστάσεως. Και εάν η Επανάστασις δεν εγένετο, θα επροδίδετο το δόγμα Τρούμαν και οι μεγάλες θυσίες του Αμερικανικού Λαού”33.
Η εθνικοφροσύνη μπορούσε βέβαια επίσης να χρησιμοποιηθεί από τον φασισμό, στον οποίο ήταν ευθύς εξαρχής και καταστατικά ανοιχτή, καθώς δημιουργήθηκε για να ενώσει εναντίον του ΕΑΜ τους συνεργάτες των γερμανών και τους αστούς που αντιτάσσονταν σε κάθε ιδέα αναδιανομής του πλούτου. Κρυσταλλώνοντας ένα σώμα συμβολικών αναφορών και ισχυρών πολιτικών συναισθημάτων που είχαν αναπτυχθεί στην προηγούμενη διαδρομή του ελληνικού κράτους, κι επιβάλλοντας στρατηγικές σιωπές σε ζητήματα κοινωνικής τάξης και φύλου, τελικά αποφάσιζε ποιοί θα συνέχιζαν να μετέχουν στο πολιτικό σώμα και ποιοί θ’ αποκλείονταν από αυτό, κι επομένως θα στερούνταν κάθε δικαίωμα. Εντυπώθηκε στον πληθυσμό όχι μόνο μέσα από τον επίσημο λόγο, το εκπαιδευτικό σύστημα και με την αδιάκοπη ραδιοφωνική, τηλεοπτική και κινηματογραφική προπαγάνδα, αλλά και μέσα από συνεχείς κρατικές τελετές, από τις μεγάλες παρελάσεις των εθνικών επετείων ως τις σχολικές γιορτές και τις συνεστιάσεις των γεωργικών συνεταιρισμών. Σ’ αυτό το πεδίο, η χούντα απλώς συστηματοποίησε κι ενέτεινε πρακτικές γνωστές σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο.
Η χουντική εθνικοφροσύνη διαφοροποιήθηκε από την προηγούμενη επίσημη ιδεολογία κυρίως στο ζήτημα του κοινοβουλευτισμού, αλλά ακόμη κι εδώ όχι απόλυτα, και μετά το 1968 στο ζήτημα της μοναρχίας. Δεν ήταν περιεκτική ούτε ενιαία: είχε διάφορες τάσεις κι εξελίχτηκε σπασμωδικά στην πορεία της επταετίας, μπορούμε όμως, σχηματοποιώντας κάπως τα πράγματα, να θεωρήσουμε ότι διερμηνευόταν αυθεντικά αφενός από τον ίδιο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον μόνο από τους ηγέτες της χούντας που είχε σχετικά συγκροτημένο δημόσιο λόγο, παρ’ όλη την ημιμάθεια και τους σολοικισμούς του, και αφετέρου από πάγιους οργανικούς διανοούμενους του αντικομμουνισμού όπως ήταν ο Σάββας Κωνσταντόπουλος, ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου και ο Γεώργιος Γεωργαλάς. Οι τελευταίοι απολάμβαναν ευρύτερο κύρος και αναδείκνυαν τις συγγένειες και τις συνέχειες του νέου καθεστώτος με τη λοιπή δεξιά· παρά τις περιστασιακές αμετροέπειές τους προβάλλονταν σαν μέντορες όχι ενός φασιστικού κινήματος, αλλά ολόκληρης της συντηρητικής παράταξης. Με δυο λόγια, η χούντα δεν ανέπτυξε κάποια δική της ιδεολογία, αλλά οικειοποιήθηκε τον κυρίαρχο τότε εθνικιστικό λόγο, χωρίς να τον αλλάξει ιδιαίτερα. Ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που ανάγκασαν τη μεταπολιτευτική δεξιά ν’ αναζητήσει, εγκαταλείποντας σιγά σιγά την εθνικοφροσύνη, άλλες ιδεολογικές αναφορές.
Κεντρικό στοιχείο της εθνικοφροσύνης, χουντικής και μη, είναι ο αντικομμουνισμός, ο οποίος συμπυκνώνει σε ιδεολογικούς όρους αφενός τη στρατηγική μέριμνα των Ηνωμένων Πολιτειών για ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης, και αφετέρου την προσπάθεια των ελλήνων αστών να αποκλείσουν δημοκρατικές εξελίξεις οι οποίες ενδεχομένως θ’ απειλούσαν τις νεοαποκτηθείσες περιουσίες τους. Μεταφρασμένος μάλιστα στην τρέχουσα ρατσιστική ορολογία, η οποία βλέπει τους βόρειους γείτονες σαν προαιώνιους εχθρούς, και απορρίπτοντας την ελληνικότητα των αριστερών, ορίζει ως κεντρικό του αντίπαλο τον λεγόμενο «σλαβοκομμουνισμό». Στη διατύπωση του Γεωργαλά, η «Επανάστασις» πρόσφερε την «εθνική-ελληνοχριστιανική και προοδευτική Ιδεολογία» που ζητούσαν οι σύγχρονοι έλληνες. Στην πραγματικότητα, ο «εκσυγχρονισμός» ήταν κεντρικής σημασίας μοτίβο: «η Επανάστασις θέλει με ένα αποφασιστικό ‘άνοιγμα’ προς τους νέους και τους τεχνοκράτες να εισάγη την χώρα μας στον αιώνα μας, στην σύγχρονη εποχή και στην σύγχρονη σκέψι»34. Άλλα τέτοια μοτίβα είναι η υπέρβαση των ταξικών διαφορών και η συνεργασία των τάξεων υπό τη δίκαιη επιδιαιτησία του κράτους35. Και διάφορα άλλα ιδανικά, προσκοπικού τύπου, τα οποία δεν προλαβαίνουμε εδώ ν’ αναφέρουμε.
Κλείνοντας τούτη τη σύντομη εισαγωγή στην προϊστορία της σύγχρονης ελληνικής άκρας δεξιάς ας σταθώ όμως σε μια λιγότερο γραφική όψη της 21ης Απριλίου, που εξειδικεύει τις φασιστικές τάσεις για τις οποίες μιλήσαμε στην αρχή. Το καθεστώς μπορεί να μην ήταν φασιστικό, έβλεπε όμως τους φασίστες σαν πολύτιμους συμμάχους και τους ενίσχυε με όποιον τρόπο μπορούσε. Όχι μόνον τους εγχώριους, τύπου Κωνταντίνου Πλεύρη, αλλά και άλλους. Ο ρόλος της απριλιανής Ελλάδας ως κέντρου του διεθνούς φασισμού, της Μαύρης Διεθνούς όπως ονομαζόταν παραστατικά, δεν έχει ακόμη ερευνηθεί συστηματικά. Προσπάθειες σαν αυτή του δημοσιογράφου Νίκου Κλείτσικα και του νομικού Αντρέα Σπεραντζόνι36 δείχνουν ότι η ελληνική δικτατορία έθεσε σε εφαρμογή σχέδια για την αποσταθεροποίηση της ιταλικής δημοκρατίας, στα οποία πρωταγωνιστούσε η φασιστική οργάνωση Ordine Nuovo, ενώ είναι γνωστή η τραγική κατάληξη του πραξικοπήματος της επίσης φασιστικής ΕΟΚΑ Β στην Κύπρο. Μολονότι ο κύριος όγκος των σχετικών τεκμηρίων παραμένει απόρρητος, φαίνεται ότι αυτές οι οργανώσεις συνεργάζονταν, στο δίκτυο Stay Behind, με το «βαθύ κράτος» των ελληνικών και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, με το οποίο συνδέονταν επίσης οι έλληνες πραξικοπηματίες.37
Σαράντα πέντε χρόνια μετά το πραξικόπημα, επείγει όσο ποτέ άλλοτε να ανοίξουν τα κρατικά αρχεία ώστε να μπορέσει να μελετηθεί και αυτή η πλευρά της χούντας. Το ότι εξακολουθεί να καλύπτεται από μυστικότητα, ενώ γενικότερα η περίοδος αυτή δεν διδάσκεται όπως πρέπει στα σχολεία και το κράτος συνεχίζει να εμποδίζει τη μελέτη της, αποτελεί αληθινό σκάνδαλο, προσβολή της μνήμης των θυμάτων της δικτατορίας και επίσης, σε τελική ανάλυση, πλήγμα κατά της σημερινής μας, ατελέστατης, έστω, δημοκρατίας. Το Λάος και η Χρυσή Αυγή θα είχαν σήμερα πολύ λιγότερους οπαδούς αν όλες αυτές τις δεκαετίες οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας δεν συσκότιζαν συστηματικά την ιστορική μνήμη, και αν η αριστερά έδειχνε μεγαλύτερη έφεση στην υπεράσπισή της.
Πηγή: aristero blog
Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013
iskra.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου