Με άρθρο του στην εφημερίδα Εποχή της 26/2/12, υπό τον τίτλο Πατριωτικά Μέτωπα και συμπαράταξη της Αριστεράς ο σύντροφος Μπάμπης Γεωργούλας απαντά σε δύο κείμενα που δημοσιεύτηκαν στον Δρόμο στις 18/2/12.
Συγκεκριμένα, στα άρθρα Σε θέση πρωταγωνιστή το μαζικό λαϊκό κίνημα, του Ρ. Ρινάλντι και Τι είδους αίτημα είναι η πραγματική Δημοκρατία, του Χρ. Καραμάνου. Οι αναγνώστες μας θα μπορούσαν να διαβάσουν το άρθρο του Μπ. Γεωργούλα στη διεύθυνση: www.epohi.gr/portal/politiki/11363-2012-02-27-15-19-36. Το αφετηριακό ζήτημα που θα θέλαμε να εστιάσουμε είναι αν η Αριστερά θα έχει ουσιώδη λόγο γύρω από τα ζητήματα της πατρίδας, του έθνους, της χώρας.
Χάσμα λαού και ορισμένης Αριστεράς
Η αντίληψη η οποία έχει εδώ και χρόνια διαμορφωθεί σε πτέρυγες της Αριστεράς -και την οποία αναπαράγει ο σ. Μπ. Γεωργούλας- είναι ότι αυτά τα ζητήματα «νοθεύουν» το λόγο της Αριστεράς, της οποίας η φυσιογνωμία οφείλει να καθορίζεται μόνο από το ταξικό ζήτημα. Να σημειώσουμε ότι στην αντίληψη αυτή συγκλίνουν αφενός δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς που έχουν κεντρική αναφορά στον αριστερό ευρωπαϊσμό και στο μεταρρυθμισμό και αφετέρου οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Μάλιστα, ανάλογες είναι και οι αντιλήψεις του ΚΚΕ, με τις οποίες πιο αναλυτικά θα ασχοληθούμε σε άλλο σημείωμα.
Η σύγκλιση αντιθετικών ρευμάτων της Αριστεράς στην υποτίμηση του ανεξαρτησιακού ζητήματος, ρευμάτων που δεν μπορούν να συνεργαστούν μεταξύ τους ούτε καν για μια κοινή διαδήλωση π.χ. ενάντια στη Δανειακή Σύμβαση, έχει ως βάση την, κοινή επίσης, υποτίμηση του ζητήματος του ιμπεριαλισμού. Από τη σκέψη τους έχει διαγραφεί η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση της Ελλάδας και του λαού της, υπάρχει μόνο ένας καθαρός και ανόθευτος αναπτυγμένος καπιταλισμός - κι αυτό ήδη είναι μια μεγάλη παραμόρφωση της πραγματικότητας, πόσο μάλλον που ορισμένοι ανακαλύπτουν την ιμπεριαλιστική ή μικροϊμπεριαλιστική Ελλάδα. Έτσι, λοιπόν, οδηγούνται σε πολιτικές θέσεις καινοφανείς που δεν μπορούν να γειωθούν στο λαό. Γιατί ακριβώς η ίδια η εμπειρία του λαού είναι που του δείχνει το ρόλο του ξενικού παράγοντα, καθώς και το ρόλο του πολιτικού συστήματος, που δουλικά τον υπηρετεί.
Συνεπώς, εδώ ανοίγεται ένα σχίσμα ανάμεσα στις αντιλήψεις ενός μεγάλου τμήματος της υπαρκτής Αριστεράς και στις αντιλήψεις που υπάρχουν ή που μπορούν να γειωθούν, να κατοχυρωθούν, μέσα στο λαό -ειδικά σήμερα που έχουμε σημαντικές αλλαγές στη λαϊκή συνείδηση μέσα από τους αγώνες και εξαιτίας της αντιδραστικής μετάλλαξης του συστήματος σε ένα ειδικό καθεστώς. Το σχίσμα είναι πλέον ορατό διά γυμνού οφθαλμού, γίνεται χάσμα, γι’ αυτό και το μαζικό λαϊκό κίνημα έχει μια δική του δυναμική, χωρίς να επηρεάζεται από τα δόγματα και τα κελεύσματα κομμάτων, πτερύγων, συνδικαλιστικών φορέων.
Αν θέλει η Αριστερά να γίνει χρήσιμη στο λαό, να γεφυρώσει το χάσμα, πρέπει να φροντίσει να δει την πραγματικότητα. Επιτέλους, ας αντιληφθεί ότι δέσμια αυτών των αντιλήψεων δεν πήρε χαμπάρι την εκρηκτικότητα του ζητήματος του χρέους, του ζητήματος της παραγωγικής αποδιάρθρωσης. Σήμερα, δεν συνειδητοποιεί ότι ζούμε σε ένα ειδικό καθεστώς, όταν όλος ο λαός φωνάζει «η χούντα δεν τελείωσε το ’73» και «κάτω η νέα κατοχή». Και ο σ. Μπ. Γεωργούλας επιμένει ότι δεν έχουμε κατοχή. Εντάξει, μπορεί να μη θεωρεί πρόβλημα τη συγκεκριμένη απόσταση από αυτό που πιστεύει ο λαός, μπορεί να θεωρεί ότι πρέπει να υπερασπιστεί μια εντελώς μειοψηφική μέσα στο λαό αντίληψη. Αλλά τότε, ας μη θεωρεί ότι αυτή αντίληψη μπορεί να θέσει ζήτημα ακόμη και κυβερνητικής διεξόδου, όπως συζητά ο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί, προφανώς, αυτός ο συνδυασμός είναι αδιανόητος.
Tο εθνικό ζήτημα διαχωρίζει λαό από μεγαλοαστισμό
Κι ακόμη, θεωρεί απλούστευση ο σύντροφος το ότι «βαδίζει η χώρα σε διάλυση». Γιατί κατ’ αυτόν «μια ορισμένη “Ελλάδα” τρίβει τα χέρια και πανηγυρίζει». Σίγουρα, ο μεγαλοαστισμός πανηγυρίζει. Το ζήτημα όμως παραμένει: η χώρα πού πηγαίνει; Ή μήπως δεν υπάρχει η έννοια χώρα; Μήπως πλέον δεν υπάρχει αυτή η οντότητα; Μήπως υπάρχουν μόνο κεφάλαια και ανταγωνισμοί κεφαλαίων και οι χώρες έχουν ρευστοποιηθεί; Μήπως, άραγε, δεν υπάρχει Γερμανία και υπάρχει μόνο Deutsche Bank; Μα όποιος δεν έχει παρωπίδες βλέπει ότι υπάρχει Γερμανία, υπάρχουν ιμπεριαλιστικά κράτη, υπάρχει μια διακρατική μονοπωλιακή ένωση, η Ε.Ε. Κι όσο υπάρχουν αυτά, άλλο τόσο υπάρχουν χώρες που υφίστανται τις συνέπειες της πολιτικής τους. Και στις χώρες αυτές μπορεί να αναπτυχθεί πολιτικός αγώνας, όπου το εθνικό να αντιτάσσεται στο πλανηταρχικό, η αυτοδύναμη ανάπτυξη στην παραγωγική αποδιάρθρωση και αποστράγγιση πόρων.
Τελικά, στην Ελλάδα και σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι τάξεις δεν διαχωρίζονται μόνο στο ζήτημα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων από το κεφάλαιο. Διαχωρίζονται, επίσης, με βάση τον προσανατολισμό και το υλικό συμφέρον που έχουν για την πορεία της χώρας. Ο μεγαλοαστισμός ξεπουλά τη χώρα και το παραγωγικό της δυναμικό, γινόμενος -κατά βάση- ενδιάμεσος και υπεργολάβος στο ξένο κεφάλαιο και απολαμβάνοντας ένα μέρος των κερδών της καταλήστευσης. Είναι υποτελής στον ιμπεριαλισμό σε όλες τις εκδοχές του (ΗΠΑ, Ε.Ε., ΝΑΤΟ, ΟΝΕ κ.λπ.). Από την άλλη μεριά, ο λαός υπερασπίζεται τη χώρα, θέλει την παραγωγική της ανασυγκρότηση και βέβαια θέλει το δίκαιο μοίρασμα των βαρών και του πλούτου σε όλους. Ο λαός γνωρίζει και μπορεί να αντιληφθεί τις μεγάλες δυνατότητες του φυσικού και του ανθρώπινου πλουτοπαραγωγικού δυναμικού της χώρας. Και δίνει κεντρικό πολιτικό αγώνα γι’ αυτό, σήμερα, ενάντια σε ένα σάπιο πολιτικό σύστημα - που κι αυτό ο σ. Μπ. Γεωργούλας το αμφισβητεί, λέει «σάπιο(;)», καθώς άλλη μια αντίληψη αυτής της Αριστεράς είναι ότι η διαφθορά είναι δευτερεύον στοιχείο, όχι σύμφυτο και γενικευμένο χαρακτηριστικό του συστήματος. Συμπερασματικά, μεγαλοαστισμός και λαός έχουν εντελώς αντίθετα συμφέροντα για την πορεία της χώρας. Μια αλήθεια απλή, πλατιά κατανοητή αλλά ακατανόητη σε μια Αριστερά ευρωπαϊστική, κοσμοπολίτικη, «καθαρούτσικα» αντικαπιταλιστική.
Και ναι, σήμερα η στάση του μεγαλοαστισμού και του σάπιου πολιτικού συστήματος είναι προδοτική για τη χώρα και το λαό της - και για τη χώρα και για το λαό της. Δίκαια ο λαός φωνάζει «Προδότες! Κλέφτες!». Απευθύνοντας -και- αυτήν την κριτική στο μεγαλοαστισμό, απευθύνεις την πιο βαριά κριτική, αυτή που τον απονομιμοποιεί περισσότερο. Πετυχαίνοντας το λαϊκό κίνημα να γκρεμίσει το σάπιο πολιτικό σύστημα, ανοίγει μια πορεία ρήξεων, βάζοντας ταυτόχρονα το μεγαλοαστισμό σε δυσμενή θέση. Κι αυτό μπορεί σήμερα να γίνει εφικτό, ξεκινώντας όχι κατ’ ευθείαν από τα ζητήματα της εκμετάλλευσης, αλλά από τα ζητήματα της κατάκτησης της ανεξαρτησίας, της πραγματικής Δημοκρατίας, της απαλλαγής από τη χρεομηχανή, της δρομολόγησης της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Tι συμβολίζει η σημαία;
Τέλος, κάνει εντύπωση η υποτίμηση του ζητήματος της εθνικής αξιοπρέπειας. Γράφει ο σ. Μπ. Γεωργούλας: «Ως μέτοχος μιας πολιτικής παράδοσης με σύμβολο μια κόκκινη σημαία πάνω σε μια ελληνική, ποτέ δεν φαντάστηκα την ελληνική σημαία σαν κάτι παραπάνω από σύμβολο εθνικής-τοπικής ιδιαιτερότητας του σοσιαλισμού που οραματιζόμαστε και οπωσδήποτε όχι ως σύμβολο αντίστασης σε μια ολομέτωπη ταξική επίθεση».
Εντάξει, ας μην αναγνωρίζει ο σύντροφος το ότι ο λαός με τους αγώνες του έχει δώσει ένα διαφορετικό συμβολισμό στη σημαία, από το ΕΑΜ και το Πολυτεχνείο μέχρι πρόσφατα, με το κίνημα των πλατειών και με την έκρηξη της λαϊκής οργής στις παρελάσεις. Μα δεν συναισθάνεται ότι ακολουθώντας τη λογική του μάλλον καταλήγουμε στο ότι ο Γλέζος με τον Σάντα, ενδεχομένως, ήθελαν να καταδείξουν την «ολομέτωπη ταξική επίθεση» του ναζισμού, γι’ αυτό κατέβασαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη! Δεν προβληματίζεται που σε όλη την Ευρώπη, σε όλο τον κόσμο, βγαίνουν άνθρωποι στο δρόμο, φωνάζοντας «Είμαστε όλοι Έλληνες» και ανεμίζοντας την ελληνική σημαία; Τι συμβολίζει, άραγε, εκεί η σημαία;
Δεν αντιλαμβάνεται τελικά ο σ. Μπ. Γεωργούλας -και ένα μεγάλο τμήμα της υπαρκτής Αριστεράς- ότι σε χώρες όπως η Ελλάδα, το ταξικό είναι τόσο στενά συνδεδεμένο με το εθνικό; Και το εθνικό, το πατριωτικό, τόσο στενά συνδεδεμένο με το διεθνιστικό και τόσο ριζικά αντίθετο με το εθνικιστικό; Γιατί από τη μια έχουμε την υπεράσπιση της πατρίδας και του λαού ενάντια στον ιμπεριαλισμό, με όπλο την αλληλεγγύη των άλλων λαών (πατριωτικό-διεθνιστικό), και από την άλλη την τυφλή αντίληψη υπεροχής ενός λαού απέναντι σε άλλους που ιστορικά πάντα μετασχηματίστηκε σε προδοτική συνεργασία με τους ισχυρούς (εθνικισμός).
Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι τόσο τραγικά λαθεμένος ο όρος «εθνικοπατριωτισμός», που χρησιμοποιούν διάφορες δυνάμεις της Αριστεράς, ταυτίζοντας τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό.
Χάσμα λαού και ορισμένης Αριστεράς
Η αντίληψη η οποία έχει εδώ και χρόνια διαμορφωθεί σε πτέρυγες της Αριστεράς -και την οποία αναπαράγει ο σ. Μπ. Γεωργούλας- είναι ότι αυτά τα ζητήματα «νοθεύουν» το λόγο της Αριστεράς, της οποίας η φυσιογνωμία οφείλει να καθορίζεται μόνο από το ταξικό ζήτημα. Να σημειώσουμε ότι στην αντίληψη αυτή συγκλίνουν αφενός δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς που έχουν κεντρική αναφορά στον αριστερό ευρωπαϊσμό και στο μεταρρυθμισμό και αφετέρου οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Μάλιστα, ανάλογες είναι και οι αντιλήψεις του ΚΚΕ, με τις οποίες πιο αναλυτικά θα ασχοληθούμε σε άλλο σημείωμα.
Η σύγκλιση αντιθετικών ρευμάτων της Αριστεράς στην υποτίμηση του ανεξαρτησιακού ζητήματος, ρευμάτων που δεν μπορούν να συνεργαστούν μεταξύ τους ούτε καν για μια κοινή διαδήλωση π.χ. ενάντια στη Δανειακή Σύμβαση, έχει ως βάση την, κοινή επίσης, υποτίμηση του ζητήματος του ιμπεριαλισμού. Από τη σκέψη τους έχει διαγραφεί η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση της Ελλάδας και του λαού της, υπάρχει μόνο ένας καθαρός και ανόθευτος αναπτυγμένος καπιταλισμός - κι αυτό ήδη είναι μια μεγάλη παραμόρφωση της πραγματικότητας, πόσο μάλλον που ορισμένοι ανακαλύπτουν την ιμπεριαλιστική ή μικροϊμπεριαλιστική Ελλάδα. Έτσι, λοιπόν, οδηγούνται σε πολιτικές θέσεις καινοφανείς που δεν μπορούν να γειωθούν στο λαό. Γιατί ακριβώς η ίδια η εμπειρία του λαού είναι που του δείχνει το ρόλο του ξενικού παράγοντα, καθώς και το ρόλο του πολιτικού συστήματος, που δουλικά τον υπηρετεί.
Συνεπώς, εδώ ανοίγεται ένα σχίσμα ανάμεσα στις αντιλήψεις ενός μεγάλου τμήματος της υπαρκτής Αριστεράς και στις αντιλήψεις που υπάρχουν ή που μπορούν να γειωθούν, να κατοχυρωθούν, μέσα στο λαό -ειδικά σήμερα που έχουμε σημαντικές αλλαγές στη λαϊκή συνείδηση μέσα από τους αγώνες και εξαιτίας της αντιδραστικής μετάλλαξης του συστήματος σε ένα ειδικό καθεστώς. Το σχίσμα είναι πλέον ορατό διά γυμνού οφθαλμού, γίνεται χάσμα, γι’ αυτό και το μαζικό λαϊκό κίνημα έχει μια δική του δυναμική, χωρίς να επηρεάζεται από τα δόγματα και τα κελεύσματα κομμάτων, πτερύγων, συνδικαλιστικών φορέων.
Αν θέλει η Αριστερά να γίνει χρήσιμη στο λαό, να γεφυρώσει το χάσμα, πρέπει να φροντίσει να δει την πραγματικότητα. Επιτέλους, ας αντιληφθεί ότι δέσμια αυτών των αντιλήψεων δεν πήρε χαμπάρι την εκρηκτικότητα του ζητήματος του χρέους, του ζητήματος της παραγωγικής αποδιάρθρωσης. Σήμερα, δεν συνειδητοποιεί ότι ζούμε σε ένα ειδικό καθεστώς, όταν όλος ο λαός φωνάζει «η χούντα δεν τελείωσε το ’73» και «κάτω η νέα κατοχή». Και ο σ. Μπ. Γεωργούλας επιμένει ότι δεν έχουμε κατοχή. Εντάξει, μπορεί να μη θεωρεί πρόβλημα τη συγκεκριμένη απόσταση από αυτό που πιστεύει ο λαός, μπορεί να θεωρεί ότι πρέπει να υπερασπιστεί μια εντελώς μειοψηφική μέσα στο λαό αντίληψη. Αλλά τότε, ας μη θεωρεί ότι αυτή αντίληψη μπορεί να θέσει ζήτημα ακόμη και κυβερνητικής διεξόδου, όπως συζητά ο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί, προφανώς, αυτός ο συνδυασμός είναι αδιανόητος.
Tο εθνικό ζήτημα διαχωρίζει λαό από μεγαλοαστισμό
Κι ακόμη, θεωρεί απλούστευση ο σύντροφος το ότι «βαδίζει η χώρα σε διάλυση». Γιατί κατ’ αυτόν «μια ορισμένη “Ελλάδα” τρίβει τα χέρια και πανηγυρίζει». Σίγουρα, ο μεγαλοαστισμός πανηγυρίζει. Το ζήτημα όμως παραμένει: η χώρα πού πηγαίνει; Ή μήπως δεν υπάρχει η έννοια χώρα; Μήπως πλέον δεν υπάρχει αυτή η οντότητα; Μήπως υπάρχουν μόνο κεφάλαια και ανταγωνισμοί κεφαλαίων και οι χώρες έχουν ρευστοποιηθεί; Μήπως, άραγε, δεν υπάρχει Γερμανία και υπάρχει μόνο Deutsche Bank; Μα όποιος δεν έχει παρωπίδες βλέπει ότι υπάρχει Γερμανία, υπάρχουν ιμπεριαλιστικά κράτη, υπάρχει μια διακρατική μονοπωλιακή ένωση, η Ε.Ε. Κι όσο υπάρχουν αυτά, άλλο τόσο υπάρχουν χώρες που υφίστανται τις συνέπειες της πολιτικής τους. Και στις χώρες αυτές μπορεί να αναπτυχθεί πολιτικός αγώνας, όπου το εθνικό να αντιτάσσεται στο πλανηταρχικό, η αυτοδύναμη ανάπτυξη στην παραγωγική αποδιάρθρωση και αποστράγγιση πόρων.
Τελικά, στην Ελλάδα και σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι τάξεις δεν διαχωρίζονται μόνο στο ζήτημα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων από το κεφάλαιο. Διαχωρίζονται, επίσης, με βάση τον προσανατολισμό και το υλικό συμφέρον που έχουν για την πορεία της χώρας. Ο μεγαλοαστισμός ξεπουλά τη χώρα και το παραγωγικό της δυναμικό, γινόμενος -κατά βάση- ενδιάμεσος και υπεργολάβος στο ξένο κεφάλαιο και απολαμβάνοντας ένα μέρος των κερδών της καταλήστευσης. Είναι υποτελής στον ιμπεριαλισμό σε όλες τις εκδοχές του (ΗΠΑ, Ε.Ε., ΝΑΤΟ, ΟΝΕ κ.λπ.). Από την άλλη μεριά, ο λαός υπερασπίζεται τη χώρα, θέλει την παραγωγική της ανασυγκρότηση και βέβαια θέλει το δίκαιο μοίρασμα των βαρών και του πλούτου σε όλους. Ο λαός γνωρίζει και μπορεί να αντιληφθεί τις μεγάλες δυνατότητες του φυσικού και του ανθρώπινου πλουτοπαραγωγικού δυναμικού της χώρας. Και δίνει κεντρικό πολιτικό αγώνα γι’ αυτό, σήμερα, ενάντια σε ένα σάπιο πολιτικό σύστημα - που κι αυτό ο σ. Μπ. Γεωργούλας το αμφισβητεί, λέει «σάπιο(;)», καθώς άλλη μια αντίληψη αυτής της Αριστεράς είναι ότι η διαφθορά είναι δευτερεύον στοιχείο, όχι σύμφυτο και γενικευμένο χαρακτηριστικό του συστήματος. Συμπερασματικά, μεγαλοαστισμός και λαός έχουν εντελώς αντίθετα συμφέροντα για την πορεία της χώρας. Μια αλήθεια απλή, πλατιά κατανοητή αλλά ακατανόητη σε μια Αριστερά ευρωπαϊστική, κοσμοπολίτικη, «καθαρούτσικα» αντικαπιταλιστική.
Και ναι, σήμερα η στάση του μεγαλοαστισμού και του σάπιου πολιτικού συστήματος είναι προδοτική για τη χώρα και το λαό της - και για τη χώρα και για το λαό της. Δίκαια ο λαός φωνάζει «Προδότες! Κλέφτες!». Απευθύνοντας -και- αυτήν την κριτική στο μεγαλοαστισμό, απευθύνεις την πιο βαριά κριτική, αυτή που τον απονομιμοποιεί περισσότερο. Πετυχαίνοντας το λαϊκό κίνημα να γκρεμίσει το σάπιο πολιτικό σύστημα, ανοίγει μια πορεία ρήξεων, βάζοντας ταυτόχρονα το μεγαλοαστισμό σε δυσμενή θέση. Κι αυτό μπορεί σήμερα να γίνει εφικτό, ξεκινώντας όχι κατ’ ευθείαν από τα ζητήματα της εκμετάλλευσης, αλλά από τα ζητήματα της κατάκτησης της ανεξαρτησίας, της πραγματικής Δημοκρατίας, της απαλλαγής από τη χρεομηχανή, της δρομολόγησης της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Tι συμβολίζει η σημαία;
Τέλος, κάνει εντύπωση η υποτίμηση του ζητήματος της εθνικής αξιοπρέπειας. Γράφει ο σ. Μπ. Γεωργούλας: «Ως μέτοχος μιας πολιτικής παράδοσης με σύμβολο μια κόκκινη σημαία πάνω σε μια ελληνική, ποτέ δεν φαντάστηκα την ελληνική σημαία σαν κάτι παραπάνω από σύμβολο εθνικής-τοπικής ιδιαιτερότητας του σοσιαλισμού που οραματιζόμαστε και οπωσδήποτε όχι ως σύμβολο αντίστασης σε μια ολομέτωπη ταξική επίθεση».
Εντάξει, ας μην αναγνωρίζει ο σύντροφος το ότι ο λαός με τους αγώνες του έχει δώσει ένα διαφορετικό συμβολισμό στη σημαία, από το ΕΑΜ και το Πολυτεχνείο μέχρι πρόσφατα, με το κίνημα των πλατειών και με την έκρηξη της λαϊκής οργής στις παρελάσεις. Μα δεν συναισθάνεται ότι ακολουθώντας τη λογική του μάλλον καταλήγουμε στο ότι ο Γλέζος με τον Σάντα, ενδεχομένως, ήθελαν να καταδείξουν την «ολομέτωπη ταξική επίθεση» του ναζισμού, γι’ αυτό κατέβασαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη! Δεν προβληματίζεται που σε όλη την Ευρώπη, σε όλο τον κόσμο, βγαίνουν άνθρωποι στο δρόμο, φωνάζοντας «Είμαστε όλοι Έλληνες» και ανεμίζοντας την ελληνική σημαία; Τι συμβολίζει, άραγε, εκεί η σημαία;
Δεν αντιλαμβάνεται τελικά ο σ. Μπ. Γεωργούλας -και ένα μεγάλο τμήμα της υπαρκτής Αριστεράς- ότι σε χώρες όπως η Ελλάδα, το ταξικό είναι τόσο στενά συνδεδεμένο με το εθνικό; Και το εθνικό, το πατριωτικό, τόσο στενά συνδεδεμένο με το διεθνιστικό και τόσο ριζικά αντίθετο με το εθνικιστικό; Γιατί από τη μια έχουμε την υπεράσπιση της πατρίδας και του λαού ενάντια στον ιμπεριαλισμό, με όπλο την αλληλεγγύη των άλλων λαών (πατριωτικό-διεθνιστικό), και από την άλλη την τυφλή αντίληψη υπεροχής ενός λαού απέναντι σε άλλους που ιστορικά πάντα μετασχηματίστηκε σε προδοτική συνεργασία με τους ισχυρούς (εθνικισμός).
Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι τόσο τραγικά λαθεμένος ο όρος «εθνικοπατριωτισμός», που χρησιμοποιούν διάφορες δυνάμεις της Αριστεράς, ταυτίζοντας τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου