Ημερομηνία δημοσίευσης: 12 Σεπτεμβρίου 2011

«Συναίνεση» στην Ελλάδα είναι η λέξη tabou της εποχής του «Μνημονίου».
Το «Μνημόνιο» υπεγράφη με διαδικασίες κατεπείγουσας ανάγκης – κάποια εικοσιτετράωρα μας χώριζαν από την επίσημη χρεοκοπία. Υπεγράφη από πρωθυπουργό πρωτοφανούς στα χρονικά πολιτικής ανεπάρκειας, άνευ όρων, δίχως την παραμικρή απόπειρα διαπραγμάτευσης. Αποδέχτηκε προϋποθέσεις δανεισμού εξοντωτικές για τη χώρα και την παραγωγική της ικανότητας. Τόσο εξευτελιστικές για την κοινωνία προϋποθέσεις και τόσο αναιρετικές της κρατικής αυτονομίας όσο δεν μπορούσε να διανοηθεί ποτέ νοήμων πολίτης.

Προκλητικά δουλοπρεπής η πολιτική συμπεριφορά του πρωθυπουργού καθιστούσε αναξιόπιστη την ίδια τη συμφωνία. Τι κύρος μπορούσε να έχει μια σύμβαση, όταν ο ένας εκ των συμβαλλομένων, οι δανειολήπτες, εκπροσωπήθηκαν από πρόσωπο που ενεργούσε ωσάν να ήταν εντελοδόχος των δανειστών, διεκπεραιωτής των εξωφρενικών κερδοσκοπικών τους αξιώσεων; Ετσι άρχισε μια πολυμήχανη εκστρατεία για ευρύτερη, εκ των υστέρων, πολιτική «συναίνεση» στο πρωθυπουργικό έγκλημα: Απίστευτες διεθνείς πιέσεις και εκβιασμοί, προκειμένου να συναινέσει στους πρωτοφανείς όρους του «Μνημονίου» ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Α. Σαμαράς αντιστάθηκε σθεναρά στις πιέσεις, και τότε, ως μεσοβέζικη λύση, επιστρατεύθηκε ο αρχηγός της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Ανυψώθηκε στη θέση αντιπροέδρου του μειονεκτούντος προέδρου, μήπως και η δική του φυσική ευφυΐα εξωραΐσει κάπως το δουλεμπορικής λογικής «Μνημόνιο».

Η ερμηνευτική ευθυβολία του σεναρίου αυτού θα κριθεί σε χρόνο βραχύ. Αλλά στη συνείδηση της πλειονότητας των πολιτών η λογική του σεναρίου δεν μοιάζει να έγινε αντιληπτή. Αν είχε γίνει, οι δημοσκοπήσεις θα έδιναν θριαμβικό προβάδισμα στη Ν.Δ., η άρνηση Σαμαρά να «συναινέσει» θα είχε εκτιμηθεί από τους πολίτες. Επομένως τα ενδεχόμενα είναι δύο: Ή το επίπεδο της κατά κεφαλήν καλλιέργειας των πολιτών δεν επαρκεί για την κατανόηση και εκτίμηση της λογικής του σεναρίου. Ή το γεγονός της μη συναίνεσης Σαμαρά στο «Μνημόνιο» κρίνεται από τους πολίτες ως ανεπαρκής πολιτική στάση.
Στη δεύτερη περίπτωση οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το ερώτημα: Ποια θα μπορούσε να είναι μια πολιτικά επαρκής στάση; Μια γόνιμη απάντηση θα έλεγε: η άρνηση συναίνεσης στην από κοινού διαχείριση της δεδομένης καταστροφής, η απαίτηση να συναινέσουν τα δύο κόμματα σε μια πολιτική ανατροπής των συντελεστών της καταστροφής, πολιτική τομών και ρήξεων. Καμιά συναινετική διαδικασία δεν είναι δυνατό να οδηγήσει τα σημερινά κόμματα σε ρεαλιστικό, π.χ., εκσυγχρονισμό της δομής και της λειτουργίας του κράτους. Διότι τα σημερινά κόμματα υπάρχουν και λειτουργούν μόνο ως συντελεστές αποδόμησης και παρασιτικής λειτουργίας του κράτους, μόνο με τη λογική του πελατειακού συστήματος. Δεν μπορούν να υπάρξουν με συνθήκες αξιοκρατίας στον δημόσιο τομέα, με αξιολόγηση της ποιότητας, με απολύσεις των τεκμηριωμένα ανίκανων, των αργόμισθων, των φαύλων δημοσίων υπαλλήλων. Αποκλείεται τα σημερινά κόμματα να υπάρξουν, αν υποχρεωθούν να εφαρμόσουν νομοθετικά τις διατάξεις του Συντάγματος για τον συνδικαλισμό των κρατικών λειτουργών. Πολιτικά επαρκής θα ήταν η πρόταση να συναινούσαν οι αρχηγοί των δύο «κομμάτων εξουσίας» στην ταυτόχρονη διάλυση των κομμάτων τους και στις προδιαγραφές συγκρότησης εξ υπαρχής καινούργιων κομμάτων.
Σε τι είδους προδιαγραφές να συμφωνήσουν; Στο να δηλώνει η επωνυμία των κομμάτων, τίμια και απροσχημάτιστα, την ιδιαιτερότητα των στόχων τους. Χρειαζόμαστε ένα κόμμα που να υπηρετεί με συνέπεια την ελευθερία της αγοράς, την επιδίωξη του ατομικού κέρδους. Και ένα κόμμα που να σέβεται την ατομική πρωτοβουλία, αλλά να δίνει προτεραιότητα στο κοινωνικό άθλημα, στο κράτος πρόνοιας, στην παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους. Να ονομάζονται ευθαρσώς «Κοινωνιοκεντρικό Κόμμα» το ένα, «Κόμμα του Ενεργού Ιδιώτη» το άλλο.
Σήμερα οι ονομασίες των κομμάτων είναι μόνο διαφημιστικές, δίχως την παραμικρή υποδήλωση πολιτικής ταυτότητας. Τι σημαίνει «Νέα Δημοκρατία»; Ο,τι σημαίνει και στην αγορά η επιγραφή «Παντοπωλείον το Νέον» ή «Ιχθυοπωλείον η Τράτα». Τι σημαίνει ΠΑΣΟΚ; Εδώ η διαφημιστική σκοπιμότητα γλυστράει αναφανδόν στην απάτη: Με τη λέξη «πανελλήνιο» καμουφλαρίστηκε η καταγωγική πρόθεση για ελεγχόμενο κομματικό μηχανισμό ώς το έσχατο χωριό και ώς την τελευταία ψαράδικη καλύβα. Η λέξη «σοσιαλιστικό» εξωράισε τον πιο αδίστακτο λαϊκισμό που γνώρισε ποτέ η χώρα, το θράσος να ασκείται με λάβαρα κοινωνισμού πολιτική αχαλίνωτου καπιταλισμού. Και η λέξη «κίνημα» ήταν το προσωπείο για να εμπεδωθούν οι «καταλήψεις», οι εκβιασμοί, ο τραμπουκισμός ως μορφή «λαϊκής πάλης».
Η νεωτερική «δημοκρατία» (ριζικά άσχετη με την αρχαιοελληνική αλλά εύχρηστη σε συνθήκες απολυτοποιημένης βαρβαρικής χρησιμοθηρίας) ανέχεται και κόμματα ακραίας ιδεοληψίας – αφού κάθε συλλογικότητα έχει πάντοτε ένα ποσοστό ψυχοπαθολογικών περιπτώσεων. Να υπάρχει λοιπόν, αλλά με ξεκάθαρη επωνυμία, «Κόμμα των αρχών του Μαρξισμού – Λενινισμού» (όχι «κομμουνιστικό»: κομμουνισμός σημαίνει εθελούσια κοινοκτημοσύνη, που είναι λέξη ιερή). Να υπάρχει και «Κόμμα των αρχών του Εθνικισμού – Φυλετισμού». Ομως αυτού του είδους τα κόμματα να σέβονται μέχρι κεραίας τους όρους της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, και μόνο αν ο λαός τούς δώσει την πλειοψηφία, τότε να καταργήσουν το Σύνταγμα και το έννομο αντιπροσωπευτικό σύστημα. Η λογική και οι πρακτικές της σημερινής καραγκιοζίστικης «Αριστεράς» που «τους νόμους τους καταργεί στο πεζοδρόμιο», να αντιμετωπιστούν δικαστικά ή ψυχιατρικά, όπως επιβάλλει η πιστότητα στη δημοκρατία.
Συναίνεση λοιπόν των δύο παρακμιακών μας αρχηγών για δυναμική αναχαίτιση της παρακμής μας. Προσδοκία εξ ορισμού ουτοπική, παράλογη. Αλλά το χρέος όσων υπερασπίζουν «το ορθώς διανοείσθαι» με στόχο «το ορθώς κοινωνείν», δεν είναι ο ρεαλισμός της πολιτικής πρακτικής, είναι η διασάφηση των στόχων της κοινωνικής ανάγκης και ελπίδας. Πάντοτε προηγείται η στόχευση. Κάποτε και γεννάει την πρακτική.